Friday, October 2, 2009

Γιατί χρειαζόταν η διεθνής κρίση

Γιατί χρειαζόταν η διεθνής κρίση


Για αρκετά χρόνια, η παγκοσμιοποίηση και η ραγδαία ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο προβλημάτιζε τους πολιτικούς. Τα φαινόμενα αυτά τούς αφαιρούσαν εξουσίες και τούς υποχρέωναν να υιοθετούν ιδέες που ίσως δεν ήθελαν.


Τελικά, η οξύτατη οικονομική κρίση της περιόδου 2007-2009 καταλήγει στην ισχυρή πλέον πολιτική διαχείριση της οικονομίας -με ό,τι αυτή η κατάσταση συνεπάγεται για το μέλλον.
Απο την άλλη όχθη, η χρηματιστηριακή έκρηξη, οι απίστευτες παγκόσμιες ροές κεφαλαίων, η άνοδος των τιμών πετρελαίου και πρώτων υλών και η υπερχρέωση των Ηνωμένων Πολιτειών δημιουργούσαν ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό που, όπως ήταν επόμενο, μετέβαλε και τη φυσιογνωμία της παγκόσμιας οικονομίας.

Στην τελευταία, χρηματιστές, τραπεζίτες, traders και επενδυτές τύπου Τζορτζ Σόρος και Γουόρεν Μπάφετ ήσαν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές. Τα εύκολα και γρήγορα κέρδη ήσαν ο κανόνας και βεβαίως οι περίφημες αρχές του πουριτανικού καπιταλισμού είχαν πάει για καλά περίπατο.

Ταυτοχρόνως, μία προϊούσα ασυμμετρία επικρατούσε στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, η οποία έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της ανισορροπίας η διεθνής τραπεζική κρίση των αρχών της δεκαετίας τού '80 και η περίφημη κρίση των αναδυόμενων αγορών τού 1987-88. Όμως, για να αντιμετωπίσουν οι χρηματοοικονομικές αρχές τις κρίσεις αυτές, ήσαν πρόθυμες να παρακάμψουν τους κοινά αποδεκτούς κανόνες, για να σώσουν το σύστημα -ένα σύστημα που, σε κάθε περίπτωση, υπάκουε σε μία στοιχειώδη πειθαρχία.

Η κατάσταση, ωστόσο, άρχισε βαθμιαία να αλλάζει. Η ασυμμετρία αυτή, σε συνδυασμό με τα ασύμμετρα κίνητρα για την επέκταση της πίστωσης στις αναπτυγμένες χώρες, απορρόφησε τις παγκόσμιες αποταμιεύσεις από την περιφέρεια στο κέντρο και επέτρεψε στις ΗΠΑ να αποκτήσουν ένα χρόνιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Με αφετηρία τα χρόνια της προεδρίας Ρέιγκαν, οι ΗΠΑ απέκτησαν επίσης τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Παραδόξως, το δημοσιονομικό έλλειμμα συνέβαλε στη χρηματοδότηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, επειδή οι χώρες με πλεόνασμα επένδυαν τα διογκωμένα νομισματικά τους αποθέματα σε κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ.

Επρόκειτο για μία παράλογη κατάσταση, επειδή τα κεφάλαια έρρεαν από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες προς τις ΗΠΑ, ενώ τόσο τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών όσο και το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ χρησίμευσαν ως κύριες αιτίες της πιστωτικής επέκτασης.

Μία ακόμη κύρια αιτία ήταν η εισαγωγή νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων και η αυξημένη χρησιμοποίηση δανειακών κεφαλαίων από τις τράπεζες και μερικούς πελάτες τους, ιδίως από τα κεφάλαια κάλυψης και ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια. Μία επιπλέον αιτία της πιστωτικής επέκτασης ήταν η Ιαπωνία, η οποία, ύστερα από μία φούσκα στην αγορά ακινήτων, σχεδόν μηδένισε τα επιτόκια και συνεχίζει να τα διατηρεί σε αυτό το επίπεδο.

Το γεγονός αυτό γέννησε τις λεγόμενες συναλλαγές μεταφοράς: ξένα ιδρύματα δανείζονταν σε γιεν [JPY=X] και οι Ιάπωνες χρησιμοποιούσαν τις αποταμιεύσεις τους για να επενδύσουν σε ξένα νομίσματα με μεγαλύτερη απόδοση, συχνά μέσω δανεισμού.

Οι ανισορροπίες αυτές θα μπορούσαν να αυξάνονται επ' αόριστον, επειδή υπήρχε μία ισοδυναμία ανάμεσα στους πρόθυμους δανειστές και στους πρόθυμους δανειζόμενους. Υπήρχε μία συμβιωτική σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ, που ήθελαν να καταναλώνουν περισσότερα από όσα παρήγαγαν, και στην Κίνα και άλλες εξαγωγικές χώρες της Ασίας, που ήσαν ευτυχείς να παράγουν περισσότερα από όσα κατανάλωναν.

Οι ΗΠΑ αύξαναν το εξωτερικό χρέος τους, η Κίνα και οι άλλες χώρες συσσώρευαν συναλλαγματικά αποθέματα. Οι ΗΠΑ είχαν χαμηλά επιτόκια αποταμιεύσεων, οι άλλες χώρες υψηλά. Παρόμοια συμβιωτική σχέση υπήρχε ανάμεσα στις τράπεζες και στους πελάτες τους, ιδίως στα κεφάλαια κάλυψης και στα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια, αλλά και ανάμεσα στους χορηγούς ενυπόθηκων δανείων και στους δανειζόμενους.

Όπως επισημαίνει ο Τζορτζ Σόρος, ένας από τους μεγάλους κερδισμένους των παραπάνω εξελίξεων, η κατάσταση που περιγράφουμε έφθασε στο απροχώρητο όταν άρχισε να αναπτύσσεται η στεγαστική φούσκα στις ΗΠΑ και να εισάγονται χρηματοοικονομικές καινοτομίες που βασίζονταν σε ένα εσφαλμένο παράδειγμα.

Τα συνθετικά χρηματοοικονομικά εργαλεία, οι υπολογισμοί των ρίσκων και τα διάφορα συναλλαγματικά μοντέλα οικοδομήθηκαν βάσει της θεωρίας ότι οι αγορές τείνουν προς την ισορροπία και ότι οι αποκλίσεις είναι τυχαίες. Όσοι επινόησαν αυτές τις καινοτομίες είχαν ως αφετηρία τους τις εμπειρίες του παρελθόντος, σε συνδυασμό με τις κατάλληλες παραλλαγές και με τις αναδυόμενες τάσεις.

Όμως, δεν αντιλήφθηκαν τον αντίκτυπο που θα είχαν αυτές οι καινοτομίες. Τα νοικοκυριά άρχισαν να εξαρτώνται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό από τις διψήφιες αυξήσεις της τιμής των κατοικιών. Το επιτόκιο ταμιευτηρίου έπεσε κάτω από το μηδέν και τα νοικοκυριά δανείστηκαν χρήματα έναντι της αξίας των σπιτιών τους, μέσω του επαναπροσδιορισμού των υποθηκών, με διαρκώς αυξανόμενα επιτόκια. Ο εν λόγω δανεισμός άγγιξε το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια το 2006, ποσό που αντιστοιχεί στο 8% του ΑΕΠ και είναι μεγαλύτερο από το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Όταν σταμάτησε η άνοδος της τιμής των κατοικιών, οι τάσεις αυτές έπρεπε να περιοριστούν και, τελικά, να αντιστραφούν. Τα νοικοκυριά βρέθηκαν υπερεκτεθειμένα και υπερχρεωμένα. Τελικά, η κατανάλωση μειώθηκε. Η πτώση ακολούθησε το κλασικό υπόδειγμα ανόδου-πτώσης, όμως, επιπλέον, έθεσε σε κίνηση μία τάση απομάκρυνσης από το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα, αλλά και άμβλυνε τις άλλες υπερβολές που είχαν εισαχθεί στο χρηματοοικονομικό σύστημα από τις πρόσφατες καινοτομίες. Αυτός είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη στεγαστική φούσκα και στην υπερ-φούσκα η οποία προέκυψε από τις εξελίξεις.

Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στη σημερινή κρίση και στις περιοδικές κρίσεις που σημάδεψαν την ιστορία των χρηματοοικονομικών αγορών από τη δεκαετία του 1980. Οι προηγούμενες κρίσεις χρησίμευσαν ως επιτυχείς δοκιμές που ενίσχυσαν την κυρίαρχη τάση και την παρανόηση για τη μακροπρόθεσμη υπερ-φούσκα.

Η τρέχουσα κρίση διαδραματίζει διαφορετικό ρόλο: είναι το σημείο καμπής όχι μόνον για τη στεγαστική φούσκα, αλλά και για τη μακροπρόθεσμη υπερ-φούσκα. Όσοι συνεχίζουν να εμμένουν ότι η κρίση των χαμηλής εξασφάλισης ενυπόθηκων δανείων ήταν μεμονωμένο φαινόμενο, δεν κατανοούν ορθά την κατάσταση. Η κρίση των χαμηλής εξασφάλισης ενυπόθηκων δανείων ήταν απλώς το έναυσμα για να αρχίσει να καταρρέει η υπερ-φούσκα -αυτή που προκάλεσε την κρίση και τελικά έπληξε και την πραγματική οικονομία.

Δημιουργήθηκε έτσι μία κατάσταση ευνοϊκή προς την οικονομική κάμψη, η οποία ήδη εξελίσσεται ενδογενώς, δηλαδή με μηχανισμούς που λειτουργούν επιβεβαιωτικά ο ένας για τον άλλον και άρα εντείνουν το φαινόμενο. Κατά συνέπεια, τα νοικοκυριά άρχισαν να περιορίζουν την κατανάλωσή τους, αλλά και να χάνουν πραγματικά εισοδήματα. Ο κίνδυνος μιας χειμαρρώδους ανεργίας -με μείωση της παραγωγής και των περιθωρίων κέρδους- είναι έτσι προ των πυλών, με άμεση συνέπεια τη μείωση των επενδύσεων και την αδυναμία των επιχειρήσεων να εξοφλήσουν δάνεια που είχαν συνάψει πριν από την κρίση.

Μέσα σε αυτή την επικίνδυνη συγκυρία, χρειαζόταν συντονισμένη δράση των δημοσίων αρχών ώστε να μην ολισθήσει η διεθνής οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση από την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Ήταν και είναι σαφές, λοιπόν, ότι σε μία κατάσταση όπως η σημερινή, μόνον τα κράτη μπορούν να δαπανούν. Γι αυτό και είναι απαραίτητη η συντονισμένη άνοδος των δημοσιονομικών δαπανών -υπό την έννοια ότι το δημόσιο χρέος οφείλει να αντικαταστήσει το ιδιωτικό και τούτο προκειμένου η απογείωση των ιδιωτικών χρεών να μην τραβήξει στον βυθό το σύνολο της οικονομίας.

Όμως, για να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες, τα κράτη δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δανεισθούν. Και αυτό είναι ένα άλλο εκρηκτικό πρόβλημα. Διότι, όταν αρχίσει η ανάπτυξη, με τους σημερινούς ρυθμούς δανεισμού τους οι αναπτυγμένες χώρες θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν το καυτό θέμα του δημοσίου χρέους τους. Ένα χρέος το οποίο, σε ορισμένες χώρες, ξεπερνά το 150% του ΑΕΠ τους. Συνεπώς, είναι επείγουσα η διεθνής συνεργασία για τη διαχείριση του αναδυόμενου νέου κρατισμού και της πολιτικής του σημασίας.

Αυτός είναι ο ρόλος του G20, τα μέλη του οποίου αντιπροσωπεύουν το 85% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Στο Πίτσμπουργκ, όπου συναντήθηκαν οι ηγέτες των χωρών αυτών, εκπόνησαν ύστερα από πολλές μυστικές διαβουλεύσεις ένα νέο πλαίσιο για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία.

Ζητήθηκε έτσι από τις μεγάλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, να μειώσουν τα ελλείμματά τους και από τις αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα, να περιορίσουν την εξάρτησή τους από τις εξαγωγές. Επίσης, η σύνοδος του G20 ανακοίνωσε μία σκληρή προσέγγιση για την αντιμετώπιση των φορολογικών παραδείσων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

«Βλέπουμε τα πρώτα σημάδια αισιοδοξίας για τις προοπτικές της παγκόσμιας ανάκαμψης», δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομίας, Timothy Geithner. «Μπορώ να πω με βεβαιότητα, με βάση τις συνομιλίες μου με ξένους υπουργούς Οικονομικών και κεντρικούς τραπεζίτες, ότι υπάρχει μία κοινή δέσμευση να δουλέψουμε μαζί για να στηρίξουμε την ανάπτυξη».

Για το θέμα των μπόνους στον τραπεζικό τομέα, ύστερα από γαλλο-γερμανικές πιέσεις οι είκοσι ηγέτες κάλεσαν τα τραπεζικά ιδρύματα να διασφαλίσουν ότι οι πληρωμές των μπόνους δεν θέτουν σε κίνδυνο την ικανότητά τους να διαθέτουν επαρκή κεφάλαια έναντι μελλοντικών ζημιών. Προώθησαν, έτσι, πρόταση για παρέμβαση των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, προκειμένου να ελέγχουν τη «δεξαμενή» των μπόνους στα τραπεζικά ιδρύματα ως ποσοστό των εσόδων τους, αν δεν διατηρείται αυτή η ισορροπία. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο αν συμφώνησαν για την επιβολή κυρώσεων σε ιδρύματα που δεν συμμορφώνονται.

Τέλος, οι ηγέτες του G20 επανέλαβαν τη δέσμευσή τους να μην αποσύρουν τα έκτακτα μέτρα στηρίξεως της παγκόσμιας οικονομίας μέχρι να εξασφαλισθεί η ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη στην οποία ο ρόλος των ασιατικών χωρών θα είναι και ο σημαντικότερος στη διεθνή σκηνή, γεγονός που ήδη μεταφράζεται με σημαντικές μεταβολές στον αριθμό των ψήφων στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

Η παρούσα κρίση χρειαζόταν, λοιπόν. Πρώτον, για λόγους μιας παγκόσμιας οικονομικο-πολιτικής διακυβέρνησης και, δεύτερον, για να τεθεί, στο μέτρο του δυνατού, υπό μερικό έλεγχο η λειτουργία του καπιταλισμού. Στο Πίτσμπουργκ αποφασίστηκε, δηλαδή, η επανίδρυση του καπιταλισμού με περισσότερο αυστηρά πολιτικά κριτήρια. Τη συνέχεια θα τη ζήσουμε τους μήνες και τα χρόνια που έρχονται.

naftemporiki

No comments:

Share |