Thursday, September 9, 2010

ΗΠΑ: Πτώση του ελλείμματος εμπορικού ισοζυγίου τον Ιούλιο


ΗΠΑ: Πτώση του ελλείμματος εμπορικού ισοζυγίου τον Ιούλιο

Πτώση μεγαλύτερη των εκτιμήσεων σημείωσε το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ τον Ιούλιο, υποχωρώντας με το μεγαλύτερο ποσοστό των τελευταίων 17 μηνών.


Σύμφωνα με το υπουργείο Εμπορίου της χώρας, το έλλειμμα υποχώρησε 14% και διαμορφώθηκε σε 42,78 δισ. δολ. έναντι 49,76 δισ. δολ. τον Ιούνιο, ενώ οι μέσες εκτιμήσεις των αναλυτών σε δημοσκόπηση του Dow Jones έκαναν λόγο για συρρίκνωση του ελλείμματος στα 47 δισ. δολ. το Μάιο.

Συνολικά οι αμερικανικές εξαγωγές σημείωσαν άνοδο 1,8% στα 153,33 δισ. δολ. το οποίο είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο του 2008, ενώ οι εισαγωγές ωστόσο μειώθηκαν σε ποσοστό 2,1% και διαμορφώθηκαν σε 196,11 δισ. δολ. από 200,33 δισ. δολ. τον Απρίλιο.

Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα υποχώρησε στα 25,92 δισ. δολ. από 26,15 δισ. δολ., με την Ευρωζώνη σημείωσε άνοδο στα 8,16 δισ. δολ. από 6,1 δισ. δολ., ενώ με την Ιαπωνία μειώθηκε στα 4,95 δισ. δολ. από 5,25 δισ. δολ.


source: capital.gr

OPEC: Διατηρεί τις εκτιμήσεις του για τη ζήτηση το 2010


OPEC: Διατηρεί τις εκτιμήσεις του για τη ζήτηση το 2010


ΛΟΝΔΙΝΟ (Dow Jones) – Ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (OPEC) διατήρησε αμετάβλητες σε γενικές γραμμές τις προβλέψεις του για τη ζήτηση πετρελαίου προειδοποιώντας ωστόσο για εξασθένιση της ζήτησης εν μέσω των εκτιμήσεων για επιβράδυνση της ανάπτυξης των βιομηχανικών κρατών.

Στη μηνιαία έκθεσή του, ο OPEC αναφέρει πως η επέκταση της ημερήσιας ζήτησης το 2010 θα παραμείνει στα 1 εκατ. βαρέλια, ενώ υιοθέτησε τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ πως η επιβράδυνση θα είναι μεγαλύτερη του αναμενομένου.

Ο OPEC στην έκθεσή του σημειώνει πως η “παρούσα οικονομική κατάσταση στις πιο αναπτυγμένες χώρες είναι αποθαρρυντική”.

“Το γεγονός πως ορισμένες χώρες του ΟΟΣΑ δεν μπορούν να προχωρήσουν σε νέα μέτρα ενίσχυσης θα πιέσει ενδεχομένως τις οικονομίες τους το δεύτερο εξάμηνο, οδηγώντας σε χαμηλότερη ζήτηση σε σχέση με το πρώτο.”

O OPEC σημείωσε πως η ζήτηση στη δυτική Ευρώπη θα υποχωρήσει κατά 260.00 ημερησίως το τρίτο τρίμηνο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2009 και κατά 150.000 το τέταρτο τρίμηνο.

Ωστόσο, ο οργανισμός αύξησε τις εκτιμήσεις του για τη παγκόσμια ζήτηση κατά 10.000 βαρέλια ημερησίως στα 85,51 εκατ. βαρέλια, αφού όμως αντέστρεψε τις εκτιμήσεις για τη ζήτηση του πρώτου εξαμήνου.

Ο OPEC, του οποίου τα μέλη αντλούν περίπου το 40% του αργού που καταναλώνεται ημερησίως, τείνει να έχει πιο απαισιόδοξη άποψη σε σχέση με την International Energy Agency του ΟΟΣΑ. Σημειώνεται πως σε έκθεση του που εκδόθηκε σήμερα, ο ΟΟΣΑ αναφέρει πως η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως ήταν μεγαλύτερη του αναμενομένου οδηγώντας ενδεχομένως σε νέα πακέτα στήριξης και καθυστερήσεις στα σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής.


source: capital.gr

ΗΠΑ: Μεγαλύτερη των εκτιμήσεων η πτώση στις νέες αιτήσεις επιδομάτων ανεργίας


ΗΠΑ: Μεγαλύτερη των εκτιμήσεων η πτώση στις νέες αιτήσεις επιδομάτων ανεργίας


Σε ένα αισιόδοξο για την αγορά εργασίας αποτέλεσμα, ο αριθμός των εργαζομένων στις ΗΠΑ που κάνουν αίτηση για επιδόματα ανεργίας υποχώρησε κατά πολύ περισσότερο σε σχέση με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων.

Οι νέες αιτήσεις ανεργίας υποχώρησαν κατά 27.000 και διαμορφώθηκαν στις 451.000 για την εβδομάδα έως τις 4 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Απασχόλησης των ΗΠΑ.

Το μέγεθος των νέων αιτήσεων της προηγούμενης εβδομάδας αναθεωρήθηκε ανοδικά στις 478.000 από τις 472.000.

Σε δημοσκόπηση του Dow Jones Newswires, οι οικονομολόγοι είχαν διαμορφώσει εκτιμήσεις για μείωση των αιτήσεων κατά 2.000. Παράλληλα, ο μέσος όρος των τεσσάρων εβδομάδων, μειώθηκε 9.250 στις 477.750 αιτήσεις.

Παρά το γεγονός ότι οι αιτήσεις παραμένουν σε πολύ υψηλό επίπεδο, τα στοιχεία αυτής της εβδομάδας αποτελούν θετική ένδειξη βελτίωσης της αγοράς εργασίας.

Επιπλέον, ο αριθμός των συνεχιζόμενων αιτήσεων μειώθηκε κατά 2.000 και διαμορφώθηκε στις 4.478.000 αιτήσεις.

source: capital.gr

BOE: Αμετάβλητο το επιτόκιο




Αμετάβλητα παρέμειναν τόσο το βασικό επιτόκιο, όσο και το μέγεθος του προγράμματος αγοράς ομολόγων της Τράπεζας της Αγγλίας, καθώς τα μέλη της Επιτροπής περιμένουν να δουν πόσο ισχυρή θα είναι η ύφεση της βρετανικής οικονομίας στο υπόλοιπο του έτους.

Η παραγωγή έχει ενισχυθεί με ταχύ ρυθμό, ενώ η δραστηριότητα του μεγαλύτερου εμπορικού συνεργάτη της Μ. Βρετανίας, της Ευρωζώνης βελτιώθηκε σημαντικά. Ωστόσο, το αβέβαιο outlook των ΗΠΑ και τα μειωμένα μεγέθη της Βρετανίας συνιστούν προσοχή.


source: capital.gr

«Πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν»


«Πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν»

Απʼ ό,τι φαίνεται, η διεθνής οικονομική κρίση των ετών 2008-2009 ήταν μια κρίση συγκεκριμένων, συστημικά σημαντικών τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων όπως η AIG. Τελευταία, μάλιστα, έχει αναπτυχθεί ένας δημόσιος διάλογος σε υψηλούς τόνους σχετικά με τα προβλήματα που προκλήθηκαν από το χαρακτηρισμό των εν λόγω ιδρυμάτων «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν» (too big to fail).

Για τους πολιτικούς, στο επίκεντρο του διαλόγου βρίσκεται το κόστος των προγραμμάτων διάσωσης και φορολογίας που εκπόνησαν οι αρχές με στόχο να «πάρουν πίσω τα χρήματά τους». Για τους οικονομολόγους, ο διάλογος επικεντρώνεται στον ηθικό κίνδυνο που απορρέει από τις ex ante προσδοκίες μιας διάσωσης που περιορίζουν την πειθαρχία της αγοράς όσον αφορά στην υπερβολική ανάληψη κινδύνου, καθώς και στο άδικο πλεονέκτημα που παρέχουν αυτές οι έμμεσες εγγυήσεις στους μεγάλους παίκτες της αγορές έναντι των ανταγωνιστών τους που είναι «πολύ μικροί για να καταρρεύσουν».

Σήμερα πέφτουν στο τραπέζι διάφορες εναλλακτικές πολιτικές για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Σε αυτές περιλαμβάνεται η αύξηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας για τις συστημικά σημαντικές τράπεζες, η αυστηρότερη εποπτεία, η επιβολή περιορισμών στη συναλλακτική δραστηριότητα, η κατάρτιση προκαθορισμένων σχεδίων επίλυσης και ανάκαμψης, καθώς και η επιβολή φόρων που στόχο δεν θα έχουν να «φέρουν πίσω τα χρήματα» αλλά να εντάξουν στο πρόγραμμα τα απρόβλεπτα γεγονότα –καλώντας τους ιθύνοντες να πληρώσουν το κοινωνικό κόστος της συμπεριφοράς τους– καθώς και να παρέχουν καλύτερα κίνητρα.

Είμαι πεπεισμένος ότι είναι αναγκαίο να βρεθούν απαντήσεις στο πρόβλημα που απορρέει από το χαρακτηρισμό ενός ιδρύματος «πολύ μεγάλο για να καταρρεύσει». Πράγματι, αυτό είναι το κεντρικό θέμα που απασχολεί τη Μόνιμη Επιτροπή Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Standing Committee of the Financial Stability Board) της οποίας προεδρεύω. Δεν πρέπει, όμως, να συγχέουμε το «αναγκαίο» με το «επαρκές». Mε την αποκλειστική επικέντρωση στα ιδρύματα που είναι πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν υπάρχει ο κίνδυνος να διαφύγουν της προσοχής μας πιο θεμελιώδη ζητήματα.

Στα μάτια του κόσμου, η επικέντρωση σε αυτά τα ιδρύματα μοιάζει εύλογη δεδομένων των εξαιρετικά δαπανηρών πακέτων διάσωσης. Όταν, όμως, θα επανέλθουμε στην κρίση σε –ας πούμε– δέκα χρόνια από σήμερα, θα είναι εντυπωσιακό πόσο μικρό θα μας φαίνεται το άμεσο κόστος της διάσωσης. Πολλές κρατικές εγγυήσεις χρηματοδότησης θα αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι είχαν μηδενικό κόστος, τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες στην αγορά ή τα «επιτόκια τιμωρίας» θα αποδειχθούν σε πολλές περιπτώσεις επικερδή, ενώ οι ενέσεις κεφαλαίου θα έχουν καλυφθεί μερικώς ή πλήρως από την πώληση των μεριδίων.

Οι πρώτες εκτιμήσεις του συνολικού κόστους διαφέρουν από χώρα σε χώρα, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις το κόστος δεν υπερβαίνει τις μερικές ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ. Εξαιτίας της κρίσης, ωστόσο, οι δείκτες δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στη Βρετανία και τις ΗΠΑ ενδέχεται να αυξηθούν κατά 40-50 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ άνοδο θα σημειώσουν και άλλοι, πιο αντιπροσωπευτικοί δείκτες της επιδείνωσης της οικονομίας –όπως η προαποφασισμένη ανάπτυξη του ΑΕΠ, η αύξηση της ανεργίας και η μείωση του πλούτου και εισοδήματος των ατόμων.

Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι το βασικό πρόβλημα δεν είναι το χρηματικό κόστος της διάσωσης αλλά η μακροοικονομική μεταβλητότητα που επιφέρει η πρόσκαιρη προσφορά πιστώσεων –οι οποίες αρχικά προσφέρονταν πολύ εύκολα και σε πολύ χαμηλή τιμή και ξαφνικά περιορίστηκαν δραστικά. Και δεν αποκλείεται –είναι πολύ πιθανό, θεωρώ– αυτά τα προβλήματα προσφοράς πιστώσεων να επιμείνουν ακόμη και όταν επιλυθεί το πρόβλημα των ιδρυμάτων που είναι «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες η κρίση οδήγησε σε ενθουσιώδη αύξηση των στεγαστικών δανείων για εμπορικά ακίνητα από τις περιφερειακές τράπεζες. Εάν αυτές οι τράπεζες καταρρεύσουν, θα διασωθούν από τον αμερικανικό οργανισμό εγγύησης καταθέσεων (FDIC) –κάτι που είναι η ex ante προσδοκία της αγοράς. Στη Βρετανία είχαμε επίσης προβλήματα με τις στεγαστικές τράπεζες μέτριου μεγέθους και με τη χρηματοδότηση για αγορά εμπορικών ακινήτων από τους στεγαστικούς οργανισμούς αλληλοβοήθειας (mutual building societies), καθώς και προβλήματα με δύο μεγάλες τράπεζες. Η Ιρλανδία αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της έκρηξης στην αγορά εμπορικών ακινήτων, η οποία προκλήθηκε από τράπεζες που είναι σχετικά μικρές με βάση τα διεθνή πρότυπα.

Υπάρχει, επομένως, κίνδυνος η υπερβολική επικέντρωση στα ιδρύματα που είναι «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν» θα γενικευτεί σε μια νέα πεποίθηση ότι ο εντοπισμός και η διάρθρωση ενός συγκεκριμένου μεγάλου μειονεκτήματος της αγοράς μπορεί να διασφαλίσει, εν τέλει, ένα σταθερό και αυτορυθμιζόμενο σύστημα. Πολλά, όμως, από τα προβλήματα που προκάλεσαν την κρίση –και θα μπορούσαν να επιφέρουν νέες κρίσεις στο μέλλον εάν δεν αντιμετωπιστούν– βρίσκονται αλλού.

*Ο Έιντερ Τέρνερ είναι πρόεδρος της βρετανικής Αρχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών.

source: naftemporiki.gr

Νέα πτώση των ΗΠΑ στην κατάταξη των πιο ανταγωνιστικών οικονομιών


Νέα πτώση των ΗΠΑ στην κατάταξη των πιο ανταγωνιστικών οικονομιών

Στην τέταρτη θέση της κατάταξης των πιο ανταγωνιστικών οικονομιών παγκοσμίως υποχώρησε η αμερικανική, υπό το βάρος του δημοσιονομικού ελλείμματος-ρεκόρ, ενώ την πρωτιά διατήρησε η Ελβετία, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.

Οι ΗΠΑ βρίσκονταν προηγουμένως στη δεύτερη θέση, έχοντας χάσει ένα χρόνο νωρίτερα την πρώτη θέση για πρώτη φορά από το 2004, όταν ο Οργανισμός -που εδρεύει στη Γενεύη- ξεκίνησε την καταγραφή των στοιχείων.
Το έλλειμμα του προϋπολογισμού που ξεπερνά τα 1 τρισ. δολάρια αλλά και η έλλειψη εμπιστοσύνης στα πρόσωπα των πολιτικών είναι από τις σημαντικότερες αδυναμίες της αμερικανικής οικονομίας.

«Ένας αριθμός κλιμακούμενων αδυναμιών έριξαν τις ΗΠΑ στην κατάταξη τα τελευταία δύο χρόνια», όπως δείχνουν τα στοιχεία από 139 κράτη. «Η απουσία μακροοικονομικής σταθερότητας συνεχίζει να αποτελεί τη μεγαλύτερη αδυναμία της χώρας».

Η Ελβετία, πατρίδα μεγάλων εταιρειών, όπως οι Novartis και Nestle, αμείφθηκε για την καινοτομία της και την επιχειρηματική της κουλτούρα. Η Σουηδία αναρριχήθηκε δύο θέσεις, ξεπερνώντας τη Σιγκαπούρη, για να καταλάβει τη δεύτερη θέση και έλαβε τα εύσημα για το σύστημα μεταφορών αλλά και τα υψηλά επίπεδα ηθικής συμπεριφοράς. Η Σιγκαπούρη κέρδισε πόντους για την έλλειψη διαφθοράς και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης.

Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Δανία και ο Καναδάς. Στις υπόλοιπες οικονομίες που ανήκουν στις G7, η βρετανική και η γαλλική ανέβηκαν μία θέση στις 12η και 15η αντίστοιχα, ενώ η ιταλική παρέμεινε 48η.

source: capital.gr

Πρόστιμο 31 εκατ. δολ. στην Goldman Sachs


Πρόστιμο 31 εκατ. δολ. στην Goldman Sachs


Πρόστιμο ύψους 20 εκατ. στερλινών (31 εκατ. δολ.) επέβαλε η βρετανική αρχή εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών (FSA) στην Goldman Sachs επειδή η τράπεζα δεν την ενημέρωσε εγκαίρως ότι βρισκόταν στο μικροσκόπιο των αντίστοιχων αμερικανικών αρχών, όπως μετέδωσε το BBC.

Τον Ιούλιο, ο αμερικανικός κολοσσός κατέληξε σε συμβιβασμό με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC), συμφωνώντας να καταβάλει 550 εκατ. δολάρια.

Σύμφωνα με το BBC, το πρόστιμο των 20 εκατ. δολαρίων που της επιβλήθηκε από την FSA είναι ένα από τα μεγαλύτερα που έχει επιβάλει μέχρι σήμερα η βρετανική αρχή.

Τόσο η FSA όσο και η Goldman Sachs αρνήθηκαν να σχολιάσουν το θέμα.

source: naftemporiki.gr

JP Morgan: Επενδύει 100 εκατ. δολ. για επέκταση στην Ασία


JP Morgan: Επενδύει 100 εκατ. δολ. για επέκταση στην Ασία


Πεκίνο (Dow Jones) – Η JP Morgan θα επενδύσει περί τα 100 εκατ. δολάρια φέτος προκειμένου να επεκτείνει το παγκόσμιο δίκτυο καταστημάτων της, επικεντρώνοντας σε αναδυόμενες αγορές όπως η Κίνα, η Βραζιλία και η Ινδία, δήλωσε ο Gregory Guyett, διευθύνων σύμβουλος της Global Corporate Bank της JP Morgan σε συνέντευξή του στην China Daily.

Η τράπεζα προσπαθεί να διευρύνει τις corporate banking δραστηριότητές της παγκοσμίως προκειμένου να πάρει προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστικών παγκοσμίως οι οποίοι έχουν εξασθενίσει από την χρηματοοικονομική κρίση, αναφέρει η εφημερίδα, χωρίς να επισημαίνει τον αριθμό των νέων καταστημάτων που θα ανοίξει η JP Morgan φέτος.

Οι τράπεζες θέλουν οι Κινέζοι πελάτες τους να καταλαβαίνουν ότι προσφέρουν μια ευρεία γκάμα εμπορικών τραπεζικών υπηρεσιών, εκτός από τη συμβολή της σε συγχωνεύσεις και εξαγορές και IPO’s, επισημαίνει το δημοσίευμα.

Η JP Morgan σχεδιάζει να διευρύνει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά σε διψήφιο ποσοστό στα επόμενα πέντε χρόνια, δήλωσε ο Guyett στην εφημερίδα.


source: capital.gr
Share |