Thursday, December 10, 2009
ΕΚΤ: "Μέτριος" ο ρυθμός ανάπτυξης το 2010
ΕΚΤ: "Μέτριος" ο ρυθμός ανάπτυξης το 2010
Μέτριος θα είναι το 2010 ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όπως αναφέρεται στο Δελτίο της ΕΚΤ για το μήνα Δεκέμβριο, η διαδικασία ανάκαμψης το 2010 είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη ενώ οι προοπτικές εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μεγάλη αβεβαιότητα. Το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι χαμηλές μεσοπρόθεσμα, καθώς ο ρυθμός της νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης συνεχίζει να επιβραδύνεται.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν επίσης την αναμενόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, με επάνοδο του ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ σε θετικά επίπεδα το τρίτο τρίμηνο του 2009. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη επί του παρόντος είναι προσωρινοί.
Υπενθυμίζεται πως κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2009 το Διοικητικό Συμβούλιο, βασιζόμενο στην οικονομική και νομισματική ανάλυση που διενεργεί τακτικά, αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Τα ισχύοντα επιτόκια εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα. Αν ληφθούν υπόψη όλες οι πληροφορίες και αναλύσεις που έγιναν διαθέσιμες μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 5 Νοεμβρίου 2009, η εξέλιξη των τιμών αναμένεται να παραμείνει συγκρατημένη στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική.
Το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι χαμηλές μεσοπρόθεσμα, καθώς ο ρυθμός της νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης συνεχίζει να επιβραδύνεται. Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, στηρίζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ. Οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
Κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης να συνεχίσει να διενεργεί τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης ως δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου με κατανομή όλου του ποσού για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο – και τουλάχιστον μέχρι τη λήξη της τρίτης περιόδου τήρησης του 2010, στις 13 Απριλίου. Αυτό το είδος δημοπρασίας θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται για τις ειδικές πράξεις αναχρηματοδότησης διάρκειας ίσης με μία περίοδο τήρησης, οι οποίες θα συνεχιστούν τουλάχιστον τις τρεις πρώτες περιόδους τήρησης του 2010.
Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι το επιτόκιο της τελευταίας πράξης πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας 12 μηνών, με προγραμματισμένη κατανομή στις 16 Δεκεμβρίου 2009, θα οριστεί ίσο προς το μέσο όρο, για όλη τη διάρκεια της εν λόγω πράξης, του ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης. Τέλος, όσον αφορά τις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης το πρώτο τρίμηνο του 2010, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διενεργήσει την τελευταία πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας έξι μηνών στις 31 Μαρτίου 2010. Αυτή η πράξη θα διενεργηθεί ως δημοπρασία σταθερού επιτοκίου με κατανομή όλου του ποσού, όπως και οι τακτικές μηνιαίες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας τριών μηνών που έχουν ήδη ανακοινωθεί για το πρώτο τρίμηνο του 2010.
Η βελτίωση των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές υποδεικνύει ότι δεν είναι πλέον απαραίτητα όλα τα μέτρα παροχής ρευστότητας στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν. Με αυτές τις αποφάσεις, το Ευρωσύστημα συνεχίζει να παρέχει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ για παρατεταμένη περίοδο με πολύ ευνοϊκούς όρους και με σκοπό τη διευκόλυνση της παροχής πιστώσεων στην οικονομία της ζώνης του ευρώ.
Όσον αφορά την οικονομική ανάλυση, η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ βελτιώθηκε περαιτέρω το τρίτο τρίμηνο του 2009 και ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ επανήλθε σε θετικά επίπεδα, έπειτα από συρρίκνωση του ΑΕΠ επί πέντε τρίμηνα. Σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Eurostat, ο τριμηνιαίος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ήταν 0,4%. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων ερευνών, η ανάκαμψη συνεχίζεται το τέταρτο τρίμηνο του 2009.
Επί του παρόντος, η ζώνη του ευρώ ωφελείται από την κυκλική εξέλιξη των αποθεμάτων και την ανάκαμψη των εξαγωγών, καθώς και από τα σημαντικά μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που βρίσκονται σε εξέλιξη και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αποκατάσταση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη είναι προσωρινοί και η δραστηριότητα είναι πιθανόν να επηρεαστεί για κάποιο χρονικό διάστημα στο μέλλον από τη συνεχιζόμενη διαδικασία προσαρμογής των ισολογισμών στο χρηματοπιστωτικό και το μη χρηματοπιστωτικό τομέα, εντός και εκτός της ζώνης του ευρώ. Για το λόγο αυτό, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ το 2010 αναμένεται να είναι μέτριος και η διαδικασία ανάκαμψης είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη.
Σύμφωνα με τις προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ θα διαμορφωθεί μεταξύ -4,1% και -3,9% το 2009, μεταξύ +0,1% και +1,5% το 2010 και μεταξύ +0,2% και +2,2% το 2011. Το διάστημα για το 2010 αναθεωρήθηκε προς τα άνω σε σύγκριση με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκαν το Σεπτέμβριο 2009. Οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών συμβαδίζουν σε γενικές γραμμές με τις προβολές Δεκεμβρίου 2009 των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθεί να θεωρεί ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι. Όσον αφορά τους ανοδικούς κινδύνους, ενδέχεται να υπάρξουν εντονότερες από τις αναμενόμενες επιδράσεις από τα εκτεταμένα μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που εφαρμόζονται και από άλλα μέτρα πολιτικής που έχουν ληφθεί.
Επίσης, η εμπιστοσύνη ενδέχεται να ενισχυθεί περαιτέρω και το εξωτερικό εμπόριο μπορεί να ανακάμψει με εντονότερο ρυθμό από ό,τι προβλέπεται. Όσον αφορά τους καθοδικούς κινδύνους, εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες οι οποίες σχετίζονται με τυχόν εντονότερες ή πιο παρατεταμένες από τις αναμενόμενες αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα, νέες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και άλλων βασικών εμπορευμάτων, κλιμάκωση των πιέσεων προστατευτισμού και το ενδεχόμενο μη ομαλών κινήσεων της αγοράς σε σχέση με τη διόρθωση των παγκόσμιων ανισορροπιών.
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών, όπως αναμενόταν, ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ) στη ζώνη του ευρώ επανήλθε σε θετικά επίπεδα, αφού παρέμεινε αρνητικός επί πέντε μήνες. Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ανήλθε σε +0,6% το Νοέμβριο, έναντι -0,1% τον Οκτώβριο. Η άνοδος αυτή αντανακλά κυρίως ανοδικές επιδράσεις της βάσης σύγκρισης οι οποίες απορρέουν από την πτώση των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων πριν από ένα έτος.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω βραχυπρόθεσμα, κυρίως λόγω ανοδικών επιδράσεων της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με τις συνιστώσες των τροφίμων και της ενέργειας. Πιο μακροπρόθεσμα, ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει μέτριος στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική, ενώ η συνολική εξέλιξη των τιμών, του κόστους και των μισθών θα παραμείνει συγκρατημένη παράλληλα με τη βραδεία ανάκαμψη της ζήτησης στη ζώνη του ευρώ και σε άλλες οικονομίες. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί εκ νέου ότι οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμένουν σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
Στο ίδιο μήκος κύματος, οι προβολές Δεκεμβρίου 2009 των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος προβλέπουν ότι ο ετήσιος πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ) θα διαμορφωθεί σε 0,3% το 2009, μεταξύ 0,9% και 1,7% το 2010 και μεταξύ 0,8% και 2,0% το 2011. Σε σύγκριση με τις προβολές Σεπτεμβρίου 2009 των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ, οι προβολές για τον πληθωρισμό το 2010 παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες. Οι διαθέσιμες προβλέψεις διεθνών οργανισμών δίνουν σε γενικές γραμμές παρόμοια εικόνα.
Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές παραμένουν γενικά ισορροπημένοι. Αφορούν, συγκεκριμένα, τις προοπτικές για την οικονομική δραστηριότητα και την εξέλιξη των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Επιπλέον, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων και των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών ενδέχεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που αναμένονται επί του παρόντος, λόγω της ανάγκης για δημοσιονομική εξυγίανση τα επόμενα έτη.
Όσον αφορά τη νομισματική ανάλυση, τα στοιχεία Οκτωβρίου επιβεβαιώνουν τη συνεχιζόμενη υποχώρηση των ετήσιων ρυθμών αύξησης του Μ3 και των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα στο 0,3% και το -0,8% αντιστοίχως. Αυτή η ταυτόχρονη επιβράδυνση των δύο μεγεθών συνεχίζει να στηρίζει την εκτίμηση για μέτριο υποκείμενο ρυθμό νομισματικής επέκτασης και χαμηλές πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα. Παράλληλα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του Μ1 ήταν 11,8% τον Οκτώβριο 2009, έναντι 12,8% το Σεπτέμβριο, γεγονός που αποδίδεται κυρίως σε επίδραση της βάσης σύγκρισης.
Η παρούσα υποχώρηση των ετήσιων ρυθμών αύξησης των νομισματικών μεγεθών επηρεάζεται από διάφορους ειδικούς παράγοντες και συνεπώς είναι πιθανόν να υπερεκτιμά την επιβράδυνση του υποκείμενου ρυθμού νομισματικής επέκτασης. Πρώτον, οι επιδράσεις της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με την κλιμάκωση της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές το φθινόπωρο του 2008 είχαν καθοδική επίπτωση στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του Μ3 το τελευταίο δίμηνο.
Δεύτερον, και πιο ουσιαστικά, η έντονα ανοδική κλίση της καμπύλης αποδόσεων ενθαρρύνει τη μετατόπιση κεφαλαίων από το Μ3 προς πιο μακροπρόθεσμες καταθέσεις και τίτλους, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της αύξησης του Μ3. Επίσης, η σημερινή διάρθρωση των επιτοκίων συνεχίζει να οδηγεί σε μετατοπίσεις κεφαλαίων εντός του Μ3, καθώς οι μικρές διαφορές μεταξύ των επιτοκίων επί διαφόρων κατηγοριών βραχυπρόθεσμων καταθέσεων περιορίζουν το κόστος ευκαιρίας των περιουσιακών στοιχείων με τη μεγαλύτερη ρευστότητα που περιέχονται στο Μ1.
Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των τραπεζικών δανείων προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε ελαφρώς πιο αρνητικά επίπεδα τον Οκτώβριο. Στην περίπτωση των δανείων προς τα νοικοκυριά, τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν περαιτέρω τη σταθεροποίηση σε χαμηλούς ρυθμούς αύξησης. Όσον αφορά τα δάνεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρυθμός ανόδου των δανείων προς τις επιχειρήσεις κατά κανόνα επιταχύνεται με κάποια χρονική υστέρηση σε σχέση με τον κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας. Από αυτή την άποψη, τα ακόμη συγκρατημένα επίπεδα παραγωγής και εμπορικών συναλλαγών, καθώς και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις επιχειρηματικές προοπτικές, είναι πιθανόν να περιορίσουν τη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων και τους επόμενους μήνες, ιδίως όσον αφορά τα βραχυπρόθεσμα δάνεια.
Ταυτόχρονα, οι γενικές συνθήκες χρηματοδότησης συνεχίζουν να βελτιώνονται, γεγονός που αναμένεται να στηρίξει τη ζήτηση δανείων προσεχώς. Οι τράπεζες καλούνται επί του παρόντος να αντεπεξέλθουν στη διαχείριση του μεγέθους και της διάρθρωσης των συνολικών ισολογισμών τους, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διαθεσιμότητα πιστώσεων προς το μη χρηματοπιστωτικό τομέα. Στο πλαίσιο της βελτιωμένης κατάστασης ρευστότητας και πρόσβασής τους σε χρηματοδότηση από την αγορά, οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για την περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και, όπου απαιτείται, αξιοποιώντας πλήρως τα κυβερνητικά μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης.
Συνοπτικά, τα ισχύοντα επιτόκια εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα. Αν ληφθούν υπόψη όλες οι πληροφορίες και αναλύσεις που έγιναν διαθέσιμες μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 5 Νοεμβρίου 2009, η εξέλιξη των τιμών αναμένεται να παραμείνει συγκρατημένη στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική. Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν επίσης την αναμενόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, με επάνοδο του ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ σε θετικά επίπεδα το τρίτο τρίμηνο του 2009. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη επί του παρόντος είναι προσωρινοί.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ θα είναι μέτριος το 2010, αναγνωρίζοντας ότι η διαδικασία ανάκαμψης είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη και ότι οι προοπτικές εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μεγάλη αβεβαιότητα. Η διασταύρωση του αποτελέσματος της οικονομικής ανάλυσης με το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι χαμηλές μεσοπρόθεσμα, καθώς ο ρυθμός της νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης συνεχίζει να επιβραδύνεται. Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, στηρίζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ.
Με όλα τα μέτρα που έλαβε για να αντιμετωπίσει την κλιμάκωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο ενίσχυσε τόσο τη διαθεσιμότητα ρευστότητας προς τον τραπεζικό τομέα όσο και την ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ. Καθώς η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής συντελείται με χρονική υστέρηση, η επίδραση των μέτρων νομισματικής πολιτικής αναμένεται να συνεχίσει να εμφανίζεται σταδιακά στην οικονομία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει την αυξημένη στήριξη της προσφοράς πιστώσεων προς το τραπεζικό σύστημα, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τη συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αποφεύγοντας τις στρεβλώσεις που συνδέονται με τη διατήρηση σε ισχύ έκτακτων μέτρων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα έκτακτα μέτρα παροχής ρευστότητας που δεν θα είναι πλέον απαραίτητα στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν θα αποσυρθούν σταδιακά την κατάλληλη στιγμή. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά κάθε απειλή εναντίον της σταθερότητας των τιμών μεσομακροπρόθεσμα, η χορηγηθείσα ρευστότητα θα απορροφηθεί όταν κριθεί απαραίτητο. Με αυτό τον τρόπο, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να διασφαλίζει τη σταθεροποίηση των μεσοπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Αυτή η σταθεροποίηση είναι απαραίτητη για τη στήριξη της διατηρήσιμης ανάπτυξης και απασχόλησης και συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Συνεπώς, όλες οι εξελίξεις θα συνεχίσουν να παρακολουθούνται πολύ προσεκτικά στο προσεχές μέλλον.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, το Διοικητικό Συμβούλιο υπογραμμίζει εκ νέου πόσο σημαντικό είναι οι κυβερνήσεις να αναπτύξουν, να δημοσιοποιήσουν και να εφαρμόσουν εγκαίρως φιλόδοξες στρατηγικές δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αυτές οι στρατηγικές πρέπει να βασίζονται σε ρεαλιστικές υποθέσεις όσον αφορά το ρυθμό αύξησης του προϊόντος και να επικεντρώνονται σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των δαπανών, κυρίως με σκοπό την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που συνδέεται με τη γήρανση του πληθυσμού. Όπως συμφωνήθηκε στο Συμβούλιο ECOFIN στις 2 Δεκεμβρίου 2009, οι κυβερνήσεις πρέπει να καθορίσουν σαφή και ποσοτικώς προσδιοριζόμενα μέτρα προσαρμογής που θα οδηγήσουν σε βιώσιμη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών. Κάποιες χώρες θα πρέπει να ξεκινήσουν την εξυγίανση το 2010 και όλες οι υπόλοιπες το 2011 το αργότερο.
Σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η χρηματοπιστωτική κρίση έχει μειώσει το παραγωγικό δυναμικό των οικονομιών της ζώνης του ευρώ, φαινόμενο που θα συνεχίσει να παρατηρείται για αρκετό χρονικό διάστημα ακόμη. Για την ενίσχυση της διατηρήσιμης ανάπτυξης και απασχόλησης απαιτείται ευελιξία στην αγορά εργασίας και πιο αποτελεσματικά κίνητρα για εργασία. Επιπλέον, χρειάζονται επειγόντως πολιτικές που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, ούτως ώστε να επιταχυνθούν η αναδιάρθρωση και οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Σημαντικό ρόλο θα πρέπει επίσης να διαδραματίσει η κατάλληλη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Υγιείς ισολογισμοί, αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και επιχειρηματικά μοντέλα χαρακτηριζόμενα από διαφάνεια και αξιοπιστία αποτελούν βασικούς παράγοντες προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών στις διαταραχές και θέτουν έτσι τα θεμέλια για διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2009 το Διοικητικό Συμβούλιο, βασιζόμενο στην οικονομική και νομισματική ανάλυση που διενεργεί τακτικά, αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Τα ισχύοντα επιτόκια εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα.
Αν ληφθούν υπόψη όλες οι πληροφορίες και αναλύσεις που έγιναν διαθέσιμες μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 5 Νοεμβρίου 2009, η εξέλιξη των τιμών αναμένεται να παραμείνει συγκρατημένη στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική. Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν επίσης την αναμενόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, με επάνοδο του ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ σε θετικά επίπεδα το τρίτο τρίμηνο του 2009.
Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη επί του παρόντος είναι προσωρινοί. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ θα είναι μέτριος το 2010, αναγνωρίζοντας ότι η διαδικασία ανάκαμψης είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη και ότι οι προοπτικές εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μεγάλη αβεβαιότητα. Το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι χαμηλές μεσοπρόθεσμα, καθώς ο ρυθμός της νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης συνεχίζει να επιβραδύνεται. Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, στηρίζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ. Οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
Κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης να συνεχίσει να διενεργεί τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης ως δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου με κατανομή όλου του ποσού για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο – και τουλάχιστον μέχρι τη λήξη της τρίτης περιόδου τήρησης του 2010, στις 13 Απριλίου. Αυτό το είδος δημοπρασίας θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται για τις ειδικές πράξεις αναχρηματοδότησης διάρκειας ίσης με μία περίοδο τήρησης, οι οποίες θα συνεχιστούν τουλάχιστον τις τρεις πρώτες περιόδους τήρησης του 2010.
Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι το επιτόκιο της τελευταίας πράξης πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας 12 μηνών, με προγραμματισμένη κατανομή στις 16 Δεκεμβρίου 2009, θα οριστεί ίσο προς το μέσο όρο, για όλη τη διάρκεια της εν λόγω πράξης, του ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης. Τέλος, όσον αφορά τις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης το πρώτο τρίμηνο του 2010, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διενεργήσει την τελευταία πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας έξι μηνών στις 31 Μαρτίου 2010. Αυτή η πράξη θα διενεργηθεί ως δημοπρασία σταθερού επιτοκίου με κατανομή όλου του ποσού, όπως και οι τακτικές μηνιαίες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας τριών μηνών που έχουν ήδη ανακοινωθεί για το πρώτο τρίμηνο του 2010.
Η βελτίωση των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές υποδεικνύει ότι δεν είναι πλέον απαραίτητα όλα τα μέτρα παροχής ρευστότητας στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν. Με αυτές τις αποφάσεις, το Ευρωσύστημα συνεχίζει να παρέχει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ για παρατεταμένη περίοδο με πολύ ευνοϊκούς όρους και με σκοπό τη διευκόλυνση της παροχής πιστώσεων στην οικονομία της ζώνης του ευρώ.
Όσον αφορά την οικονομική ανάλυση, η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ βελτιώθηκε περαιτέρω το τρίτο τρίμηνο του 2009 και ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ επανήλθε σε θετικά επίπεδα, έπειτα από συρρίκνωση του ΑΕΠ επί πέντε τρίμηνα. Σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Eurostat, ο τριμηνιαίος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ ήταν 0,4%. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων ερευνών, η ανάκαμψη συνεχίζεται το τέταρτο τρίμηνο του 2009. Επί του παρόντος, η ζώνη του ευρώ ωφελείται από την κυκλική εξέλιξη των αποθεμάτων και την ανάκαμψη των εξαγωγών, καθώς και από τα σημαντικά μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που βρίσκονται σε εξέλιξη και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αποκατάσταση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη είναι προσωρινοί και η δραστηριότητα είναι πιθανόν να επηρεαστεί για κάποιο χρονικό διάστημα στο μέλλον από τη συνεχιζόμενη διαδικασία προσαρμογής των ισολογισμών στο χρηματοπιστωτικό και το μη χρηματοπιστωτικό τομέα, εντός και εκτός της ζώνης του ευρώ.
Για το λόγο αυτό, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ το 2010 αναμένεται να είναι μέτριος και η διαδικασία ανάκαμψης είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη.
Σύμφωνα με τις προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ θα διαμορφωθεί μεταξύ -4,1% και -3,9% το 2009, μεταξύ +0,1% και +1,5% το 2010 και μεταξύ +0,2% και +2,2% το 2011. Το διάστημα για το 2010 αναθεωρήθηκε προς τα άνω σε σύγκριση με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκαν το Σεπτέμβριο 2009. Οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών συμβαδίζουν σε γενικές γραμμές με τις προβολές Δεκεμβρίου 2009 των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθεί να θεωρεί ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι. Όσον αφορά τους ανοδικούς κινδύνους, ενδέχεται να υπάρξουν εντονότερες από τις αναμενόμενες επιδράσεις από τα εκτεταμένα μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που εφαρμόζονται και από άλλα μέτρα πολιτικής που έχουν ληφθεί. Επίσης, η εμπιστοσύνη ενδέχεται να ενισχυθεί περαιτέρω και το εξωτερικό εμπόριο μπορεί να ανακάμψει με εντονότερο ρυθμό από ό,τι προβλέπεται. Όσον αφορά τους καθοδικούς κινδύνους, εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες οι οποίες σχετίζονται με τυχόν εντονότερες ή πιο παρατεταμένες από τις αναμενόμενες αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα, νέες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και άλλων βασικών εμπορευμάτων, κλιμάκωση των πιέσεων προστατευτισμού και το ενδεχόμενο μη ομαλών κινήσεων της αγοράς σε σχέση με τη διόρθωση των παγκόσμιων ανισορροπιών.
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών, όπως αναμενόταν, ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ) στη ζώνη του ευρώ επανήλθε σε θετικά επίπεδα, αφού παρέμεινε αρνητικός επί πέντε μήνες. Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ανήλθε σε +0,6% το Νοέμβριο, έναντι -0,1% τον Οκτώβριο. Η άνοδος αυτή αντανακλά κυρίως ανοδικές επιδράσεις της βάσης σύγκρισης οι οποίες απορρέουν από την πτώση των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων πριν από ένα έτος.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω βραχυπρόθεσμα, κυρίως λόγω ανοδικών επιδράσεων της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με τις συνιστώσες των τροφίμων και της ενέργειας. Πιο μακροπρόθεσμα, ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει μέτριος στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική, ενώ η συνολική εξέλιξη των τιμών, του κόστους και των μισθών θα παραμείνει συγκρατημένη παράλληλα με τη βραδεία ανάκαμψη της ζήτησης στη ζώνη του ευρώ και σε άλλες οικονομίες. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί εκ νέου ότι οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμένουν σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
Στο ίδιο μήκος κύματος, οι προβολές Δεκεμβρίου 2009 των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος προβλέπουν ότι ο ετήσιος πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ) θα διαμορφωθεί σε 0,3% το 2009, μεταξύ 0,9% και 1,7% το 2010 και μεταξύ 0,8% και 2,0% το 2011. Σε σύγκριση με τις προβολές Σεπτεμβρίου 2009 των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ, οι προβολές για τον πληθωρισμό το 2010 παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες. Οι διαθέσιμες προβλέψεις διεθνών οργανισμών δίνουν σε γενικές γραμμές παρόμοια εικόνα.
Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές παραμένουν γενικά ισορροπημένοι. Αφορούν, συγκεκριμένα, τις προοπτικές για την οικονομική δραστηριότητα και την εξέλιξη των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Επιπλέον, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων και των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών ενδέχεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που αναμένονται επί του παρόντος, λόγω της ανάγκης για δημοσιονομική εξυγίανση τα επόμενα έτη.
Όσον αφορά τη νομισματική ανάλυση, τα στοιχεία Οκτωβρίου επιβεβαιώνουν τη συνεχιζόμενη υποχώρηση των ετήσιων ρυθμών αύξησης του Μ3 και των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα στο 0,3% και το -0,8% αντιστοίχως. Αυτή η ταυτόχρονη επιβράδυνση των δύο μεγεθών συνεχίζει να στηρίζει την εκτίμηση για μέτριο υποκείμενο ρυθμό νομισματικής επέκτασης και χαμηλές πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα. Παράλληλα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του Μ1 ήταν 11,8% τον Οκτώβριο 2009, έναντι 12,8% το Σεπτέμβριο, γεγονός που αποδίδεται κυρίως σε επίδραση της βάσης σύγκρισης.
Η παρούσα υποχώρηση των ετήσιων ρυθμών αύξησης των νομισματικών μεγεθών επηρεάζεται από διάφορους ειδικούς παράγοντες και συνεπώς είναι πιθανόν να υπερεκτιμά την επιβράδυνση του υποκείμενου ρυθμού νομισματικής επέκτασης. Πρώτον, οι επιδράσεις της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με την κλιμάκωση της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές το φθινόπωρο του 2008 είχαν καθοδική επίπτωση στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του Μ3 το τελευταίο δίμηνο. Δεύτερον, και πιο ουσιαστικά, η έντονα ανοδική κλίση της καμπύλης αποδόσεων ενθαρρύνει τη μετατόπιση κεφαλαίων από το Μ3 προς πιο μακροπρόθεσμες καταθέσεις και τίτλους, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της αύξησης του Μ3. Επίσης, η σημερινή διάρθρωση των επιτοκίων συνεχίζει να οδηγεί σε μετατοπίσεις κεφαλαίων εντός του Μ3, καθώς οι μικρές διαφορές μεταξύ των επιτοκίων επί διαφόρων κατηγοριών βραχυπρόθεσμων καταθέσεων περιορίζουν το κόστος ευκαιρίας των περιουσιακών στοιχείων με τη μεγαλύτερη ρευστότητα που περιέχονται στο Μ1.
Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των τραπεζικών δανείων προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε ελαφρώς πιο αρνητικά επίπεδα τον Οκτώβριο. Στην περίπτωση των δανείων προς τα νοικοκυριά, τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν περαιτέρω τη σταθεροποίηση σε χαμηλούς ρυθμούς αύξησης. Όσον αφορά τα δάνεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρυθμός ανόδου των δανείων προς τις επιχειρήσεις κατά κανόνα επιταχύνεται με κάποια χρονική υστέρηση σε σχέση με τον κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας. Από αυτή την άποψη, τα ακόμη συγκρατημένα επίπεδα παραγωγής και εμπορικών συναλλαγών, καθώς και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις επιχειρηματικές προοπτικές, είναι πιθανόν να περιορίσουν τη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων και τους επόμενους μήνες, ιδίως όσον αφορά τα βραχυπρόθεσμα δάνεια.
Ταυτόχρονα, οι γενικές συνθήκες χρηματοδότησης συνεχίζουν να βελτιώνονται, γεγονός που αναμένεται να στηρίξει τη ζήτηση δανείων προσεχώς. Οι τράπεζες καλούνται επί του παρόντος να αντεπεξέλθουν στη διαχείριση του μεγέθους και της διάρθρωσης των συνολικών ισολογισμών τους, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διαθεσιμότητα πιστώσεων προς το μη χρηματοπιστωτικό τομέα. Στο πλαίσιο της βελτιωμένης κατάστασης ρευστότητας και πρόσβασής τους σε χρηματοδότηση από την αγορά, οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για την περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και, όπου απαιτείται, αξιοποιώντας πλήρως τα κυβερνητικά μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης.
Συνοπτικά, τα ισχύοντα επιτόκια εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα. Αν ληφθούν υπόψη όλες οι πληροφορίες και αναλύσεις που έγιναν διαθέσιμες μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 5 Νοεμβρίου 2009, η εξέλιξη των τιμών αναμένεται να παραμείνει συγκρατημένη στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική.
Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν επίσης την αναμενόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, με επάνοδο του ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ σε θετικά επίπεδα το τρίτο τρίμηνο του 2009. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη επί του παρόντος είναι προσωρινοί. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ θα είναι μέτριος το 2010, αναγνωρίζοντας ότι η διαδικασία ανάκαμψης είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη και ότι οι προοπτικές εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μεγάλη αβεβαιότητα.
Η διασταύρωση του αποτελέσματος της οικονομικής ανάλυσης με το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι χαμηλές μεσοπρόθεσμα, καθώς ο ρυθμός της νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης συνεχίζει να επιβραδύνεται. Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, στηρίζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ.
Με όλα τα μέτρα που έλαβε για να αντιμετωπίσει την κλιμάκωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο ενίσχυσε τόσο τη διαθεσιμότητα ρευστότητας προς τον τραπεζικό τομέα όσο και την ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ. Καθώς η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής συντελείται με χρονική υστέρηση, η επίδραση των μέτρων νομισματικής πολιτικής αναμένεται να συνεχίσει να εμφανίζεται σταδιακά στην οικονομία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει την αυξημένη στήριξη της προσφοράς πιστώσεων προς το τραπεζικό σύστημα, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τη συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αποφεύγοντας τις στρεβλώσεις που συνδέονται με τη διατήρηση σε ισχύ έκτακτων μέτρων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα έκτακτα μέτρα παροχής ρευστότητας που δεν θα είναι πλέον απαραίτητα στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν θα αποσυρθούν σταδιακά την κατάλληλη στιγμή. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά κάθε απειλή εναντίον της σταθερότητας των τιμών μεσομακροπρόθεσμα, η χορηγηθείσα ρευστότητα θα απορροφηθεί όταν κριθεί απαραίτητο. Με αυτό τον τρόπο, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να διασφαλίζει τη σταθεροποίηση των μεσοπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Αυτή η σταθεροποίηση είναι απαραίτητη για τη στήριξη της διατηρήσιμης ανάπτυξης και απασχόλησης και συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Συνεπώς, όλες οι εξελίξεις θα συνεχίσουν να παρακολουθούνται πολύ προσεκτικά στο προσεχές μέλλον.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, το Διοικητικό Συμβούλιο υπογραμμίζει εκ νέου πόσο σημαντικό είναι οι κυβερνήσεις να αναπτύξουν, να δημοσιοποιήσουν και να εφαρμόσουν εγκαίρως φιλόδοξες στρατηγικές δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αυτές οι στρατηγικές πρέπει να βασίζονται σε ρεαλιστικές υποθέσεις όσον αφορά το ρυθμό αύξησης του προϊόντος και να επικεντρώνονται σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των δαπανών, κυρίως με σκοπό την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που συνδέεται με τη γήρανση του πληθυσμού. Όπως συμφωνήθηκε στο Συμβούλιο ECOFIN στις 2 Δεκεμβρίου 2009, οι κυβερνήσεις πρέπει να καθορίσουν σαφή και ποσοτικώς προσδιοριζόμενα μέτρα προσαρμογής που θα οδηγήσουν σε βιώσιμη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών. Κάποιες χώρες θα πρέπει να ξεκινήσουν την εξυγίανση το 2010 και όλες οι υπόλοιπες το 2011 το αργότερο.
Σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η χρηματοπιστωτική κρίση έχει μειώσει το παραγωγικό δυναμικό των οικονομιών της ζώνης του ευρώ, φαινόμενο που θα συνεχίσει να παρατηρείται για αρκετό χρονικό διάστημα ακόμη. Για την ενίσχυση της διατηρήσιμης ανάπτυξης και απασχόλησης απαιτείται ευελιξία στην αγορά εργασίας και πιο αποτελεσματικά κίνητρα για εργασία. Επιπλέον, χρειάζονται επειγόντως πολιτικές που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, ούτως ώστε να επιταχυνθούν η αναδιάρθρωση και οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Σημαντικό ρόλο θα πρέπει επίσης να διαδραματίσει η κατάλληλη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Υγιείς ισολογισμοί, αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και επιχειρηματικά μοντέλα χαρακτηριζόμενα από διαφάνεια και αξιοπιστία αποτελούν βασικούς παράγοντες προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών στις διαταραχές και θέτουν έτσι τα θεμέλια για διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
capital.gr
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment