Thursday, April 16, 2009

Νέες απειλές για το ρωσικό τραπεζικό σύστημα

Νέες απειλές για το ρωσικό τραπεζικό σύστημα

Με το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις ρωσικές τράπεζες να διογκώνεται, η κυβέρνηση της χώρας φαίνεται να παίρνει πιο σοβαρά τις νέες απειλές στο ρωσικό τραπεζικό σύστημα.


Πλησιάζει στο τέλος της η οικονομική κρίση στη Ρωσία ή μόλις ξεκίνησε; Αυτό φαίνεται να εξαρτάται από τον ποιον θα επιλέξετε να ακούσετε.

Τις τελευταίες εβδομάδες, υπουργοί της ρωσικής κυβέρνησης και υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι υιοθετούν ολοένα και περισσότερο έναν πιο αισιόδοξο τόνο εν μέσω ενδείξεων ότι οι οικονομική κατάσταση στη Ρωσία σταθεροποιείται. Ο Ρώσος πρωθυπουργός Vladimir Putin σε πρόσφατη ομιλία του έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις κυβερνητικές παρεμβάσεις για τον τραπεζικό τομέα. "Μετά τις παρεμβάσεις των αρχών, η επικείμενη απειλή της κατάρρευσης τους τραπεζικού τομέα έχει αποφευχθεί", δήλωσε μιλώντας στο ρωσικό κοινοβούλιο στις 6 Απριλίου.

Πράγματι, δεν είναι μικρό το κατόρθωμα να μην έχει καταρρεύσει κανένα από τα μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας -παρά τις οικονομικές αναταράξεις των τελευταίων μηνών- ενώ ταυτόχρονα διαφάνηκαν ελάχιστα σημάδια πανικού μεταξύ των καταθετών. Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες οι Κασσάνδρες έκαναν την επανεμφάνιση τους, προειδοποιώντας πως η σταθερότητα δεν θα έχει διάρκεια. Όπως αναφέρουν, ένα "δεύτερο κύμα" της οικονομικής κρίσης πρόκειται σύντομα να χτυπήσει την Ρωσία – και το επίκεντρο του επερχόμενου κύματος θα είναι ο τραπεζικός τομέας.

Η κυβέρνηση φαίνεται να αντιμετωπίζει με σοβαρότητα την απειλή. Δεν μπορεί να αγνοεί πλέον τις προειδοποιήσεις τραπεζιτών όπως ο German Gref, πρόεδρος της μεγαλύτερης κρατικής ρωσικής τράπεζας Sberbank (SBER.RTS). Σε συνέντευξη Τύπου στις 8 Απριλίου, ο Gref δεν έκρυψε τα λόγια του προειδοποιώντας για τα δεινά του ρωσικού τραπεζικού κλάδου. "Η τραπεζική κρίση στην Ρωσία βρίσκεται στο ξεκίνημα της", δήλωσε , ενώ κατηγόρησε την κυβέρνηση για "καθυστέρηση στην ανάληψη πρωτοβουλιών" στη κατεύθυνση της καταπολέμησης του προβλήματος.

Τα σχόλια του ακολουθούν ανάλογες προειδοποιήσεις του Petr Aven, προέδρου της Alfa Bank, της μεγαλύτερης εμπορικής ρωσικής τράπεζας, ο οποίος επίσης προκάλεσε θόρυβο επισημαίνοντας ότι εκατοντάδες ρωσικές τράπεζες θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με το φάσμα της πτώχευσης αυτό το έτος.

Συσσωρεύονται τα επισφαλή δάνεια

Στην καρδιά των ανησυχιών βρίσκονται οι διογκούμενες ανησυχίες ότι –καθώς επιδεινώνεται η οικονομική ύφεση- οι δανειολήπτες θα αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων τους. Ως αποτέλεσμα το μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται να εκτοξεύεται. "Πριν από ένα μήνα, ένα ποσοστό της τάξης του 15% έδινε μια αρνητική εικόνα. Πλέον, στελέχη του χώρου εκτιμούν ότι το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να φτάσει το 20% με 30%", αναφέρει η Natalia Orlova, αναλύτρια της Alfa Bank. Η ίδια εκτιμά ότι ένα ποσοστό 10% των δανείων ήδη δεν εξυπηρετείται και το μέγεθος αυτό θα μπορούσε να φτάσει τουλάχιστον το 15% με 20% έως το τρίτο τρίμηνο του έτους.

Ο ακριβής αριθμός θα κάνει τεράστια διαφορά, με το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των ρωσικών τραπεζών να αυξάνεται εκθετικά καθώς το ποσοστό των επισφαλών απαιτήσεων θα μεγαλώνει. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Sberbank, εάν τα επισφαλή δάνεια φτάσουν το 10% η κυβέρνηση θα χρειαστεί να διαθέσει περίπου 6 δισ. δολ. σε μέτρα ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, το μέγεθος αυτό θα εκτοξευθεί στα 35 δισ. δολ. αν το μερίδιο των επισφαλών δανείων διπλασιαστεί στο 20%, ενώ αν φτάσει το 30% οι κυβερνητικές ενισχύσεις θα πρέπει να ξεπεράσουν τα 80 δισ. δολ.

Ωστόσο, δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο κατά πόσο το πρόβλημα των επισφαλών δανείων είναι πράγματι τόσο μεγάλο όσο οι πιο απαισιόδοξοι φοβούνται. Η Elena Romanova, αναλύτρια για τον τραπεζικό τομέα στη Standard & Poor΄s (MHP), επισημαίνει ότι σε γενικές γραμμές οι τράπεζες θεωρούν περίπου το ένα τρίτο των δανείων τους ως "δυνητικά προβληματικά". Θα πρέπει όμως να περιμένουμε για να δούμε πόσα από αυτά τα δάνεια θα διαγραφούν και σε πόσα οι τράπεζες θα μπορέσουν να καταλήξουν σε συμφωνίες αναδιάρθρωσης. "Ο κίνδυνος είναι σοβαρός", επισημαίνει. "Ωστόσο είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση, καθώς δεν έχουμε περάσει στο παρελθόν μια ανάλογη οικονομική κρίση".

Δεν βοηθά και το γεγονός ότι τα ρωσικά λογιστικά πρότυπα διαφέρουν σε κάποια σημαντικά στοιχεία σε σχέση με τους δυτικούς λογιστικούς κανόνες, καταγράφοντας τα ανεξόφλητα δάνεια (συμπεριλαμβανόμενων των δανείων για τα οποία δεν πληρώθηκαν οι τόκοι) αντί για μια συνολική εκτίμηση των δανείων που έχουν καταπέσει.

Ο Richard Hainsworth, επικεφαλής του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης RusRating με έδρα τη Μόσχα, πιστεύει ότι τα επίπεδα των επισφαλών δανείων στις προβλέψεις των τραπεζών είναι διογκωμένα επειδή πολλά δάνεια κατέπεσαν προς τα τέλη του περασμένου έτους.

Σχετικά υγιείς

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι παρά τις όποιες δυσκολίες, σε γενικές γραμμές οι ρωσικές τράπεζες είναι πιο υγιείς σε σχέση με τα τραπεζικά ιδρύματα των δυτικών χωρών. Όπως αναφέρει, η πιστωτική έκρηξη στις δυτικές οικονομίες που οδήγησε στην υφιστάμενη κρίση δεν σημειώθηκε και στη Ρωσία όπου τα κεφάλαια των τραπεζών παρέμειναν σε χαμηλότερα επίπεδα, οδηγώντας τις τράπεζες να είναι πιο επιλεκτικές για το ποιον θα δανείσουν. "Από την πλευρά τους και οι ρωσικές επιχειρήσεις έκαναν συνετές επενδυτικές αποφάσεις", συμπληρώνει ο Hainsworth. "Δεν ξόδευαν τα χρήματα που δανείζονταν για την κατασκευή γηπέδων γκολφ".

Πράγματι, ο συνολικός όγκος εταιρικών δανείων στη Ρωσία ανέρχεται σε περίπου 780 δισ. δολ. ή στο 52% περίπου του ΑΕΠ που αποτελεί ένα σχετικά μέτριο μέγεθος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των δανείων είναι βραχυπρόθεσμου ορίζοντα: Περίπου 220 δισ. δολ. πρέπει να αποπληρωθούν μέσα στους επόμενους 12 μήνες, που αναλογούν στο 20% σχεδόν του ΑΕΠ.

Η αβεβαιότητα για το βάρος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν είναι το μόνο αίνιγμα που αντιμετωπίζει η ρωσική κυβέρνηση. Ένα εξίσου πολύπλοκο πρόβλημα είναι πώς θα γίνει αυτό με έναν τρόπο που θα οδηγήσει τις τράπεζες να ανοίξουν τους κρουνούς χρηματοδότησης της οικονομίας. Παρά τις μαζικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την σταθεροποίηση του τραπεζικού κλάδου, υπάρχουν ακόμα ελάχιστα στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι το μεγαλύτερο μέρος διαχέεται στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Ακόμα και για τους καλύτερους δανειολήπτες τους, οι ρωσικές τράπεζες απαιτούν επιτόκια από 15% έως 20%, πολύ περισσότερο απ ό,τι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι περισσότεροι δανειολήπτες. "Η κυβέρνηση διαπιστώνει ότι παρά τα ιλιγγιώδη ποσά που έχει διοχετεύσει στον κλάδο – μέχρι σήμερα σχεδόν 2,5 τρισ. ρούβλια (75 δισ. δολ) – οι τράπεζες δεν έχουν αυξήσει τον δανεισμό τους", αναφέρει ο Alexei Moisseev, αναλυτής στην επενδυτική τράπεζα Renaissance Capital.

Καταπολεμώντας τη διαφθορά

Αυτό είναι ένα αίνιγμα που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη και όχι μόνο στη Ρωσία. Στις δυτικές οικονομίες, πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να καθαρίσουν πρώτα τους ισολογισμούς των τραπεζών -πέρα από τη διοχέτευση νέων κεφαλαίων- μεταφέροντας τα προβληματικά πάγια σε ειδικούς οργανισμούς ή τις λεγόμενες "κακές" τράπεζες. Ωστόσο στη Ρωσία η εν λόγω ιδέα δεν έτυχε θερμής υποδοχής από την κυβέρνηση που υποστηρίζει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα δώσει διευρυμένες εξουσίες στις δημόσιες αρχές, ευνοώντας τη διαφθορά. Στον αντίποδα, η ρωσική κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μέσω της ανταλλαγής ειδικών ομολόγων με μετοχές των τραπεζικών ιδρυμάτων.

Σύμφωνα με τον Alexei Moisseev που είναι μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνώμων για την αξιολόγηση του κυβερνητικού σχεδίου, οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν σε προβλέψεις για το σύνολο των επισφαλών δανείων, προβλέψεις που θα επιβεβαιωθούν από ανεξάρτητους ελεγκτές ή από την ομοσπονδιακή αρχή ασφάλισης καταθέσεων. Όπως εκτιμά, το κόστος του κυβερνητικού σχεδίου θα ανέλθει σε περίπου 30 δισ. δολ. "Οι κορυφαίες 100 με 200 τράπεζες θα διαθέτουν επαρκή κεφαλαιοποίηση, προκειμένου όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη της οικονομίας, να αρχίσουν να δανείζουν και πάλι", αναφέρει.

Ωστόσο δεν είναι όλοι σίγουροι ότι η κυβερνητική λύση θα δουλέψει. "Το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση είναι να σταματήσει να παρεμβαίνει", υποστηρίζει ο Richard Hainsworth της RusRating. Ο ίδιος θεωρεί ότι οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να ξεκινήσουν να δανείζουν και πάλι όταν η κυβέρνηση σταματήσει να παρέχει εναλλακτικές πηγές ρευστότητας. Ωστόσο παραδέχεται ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. "Το εγχείρημα της επανεκκίνησης του δανεισμού μετά από μια κρίση αποτελεί ένα πρόβλημα που δεν έχει καταφέρει ακόμα να επιλύσει καμία κυβέρνηση στον πλανήτη".

CAPITAL.GR

No comments:

Share |