Στα 30 - 35 δισ. ευρώ προβλέπονται τα έσοδα ετησίως για τα 11 κράτη-μέλη της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, που θα εφαρμόσουν το φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε χθες τις λεπτομέρειες της πρότασης οδηγίας, επί της οποίας είχε ήδη υπάρξει πολιτική συμφωνία στις 22 Ιανουαρίου από τα 11 κράτη-μέλη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Αυστρία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Σλοβακία, Ολλανδία και Σλοβενία), στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας. Με το μέτρο προβλέπεται η φορολόγηση όλων των συναλλαγών (εξαιρουμένων αυτών στην αγορά συναλλάγματος) με συντελεστές 0,1% για μετοχές και ομόλογα και 0,01% για παράγωγα.
Διευκρινίσεις
Η επιτροπή διευκρίνισε ότι ο φόρος θα επιβληθεί σε μικρότερη γεωγραφική κλίμακα από ό, τι είχε αρχικά προβλεφθεί και οι αλλαγές που αποφασίστηκαν αποβλέπουν κυρίως στην εξασφάλιση νομικής σαφήνειας και στην ενίσχυση των διατάξεων κατά της φοροαποφυγής και των καταχρήσεων.
Σύμφωνα με την επιτροπή, τρείς είναι οι βασικοί στόχοι του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Πρώτον, εκτιμάται ότι η επιβολή του θα ενισχύσει την ενιαία αγορά, μειώνοντας τον αριθμό των διαφορετικών εθνικών προσεγγίσεων για τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Δεύτερον, θα εξασφαλιστεί ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας συμβάλλει δίκαια και ουσιαστικά στα δημόσια έσοδα. Τρίτον, ο φόρος θα στηρίξει ρυθμιστικά μέτρα ώστε να ενθαρρυνθούν οι τράπεζες να αναλαμβάνουν πιο υπεύθυνες δραστηριότητες προσανατολισμένες προς την πραγματική οικονομία.
Ο φόρος θα έχει χαμηλούς συντελεστές, ευρεία βάση και δίχτυα ασφαλείας για την αποφυγή της μετεγκατάστασης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Θα ισχύσει η «αρχή της μόνιμης κατοικίας», που σημαίνει πρακτικά ότι ο φόρος θα οφείλεται αν ένα μέρος που συμμετέχει στη συναλλαγή είναι εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος, ανεξάρτητα από το πού λαμβάνει χώρα η πράξη. Αυτό θα ισχύει είτε εάν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που εμπλέκεται στη συναλλαγή είναι το ίδιο εγκατεστημένο στη ζώνη που επιβάλλεται ο φόρος, είτε εάν ενεργεί για λογαριασμό ενός μέρους εγκατεστημένου στη δικαιοδοσία αυτή.
Ως πρόσθετη διασφάλιση κατά της φοροαποφυγής, η πρόταση οδηγίας προσθέτει επίσης την «αρχή της έκδοσης». Αυτό σημαίνει ότι χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εκδοθεί στα 11 κράτη μέλη θα φορολογούνται κατά τη διαπραγμάτευσή τους, ακόμη και αν οι διαπραγματευτές των μέσων αυτών δεν είναι εγκατεστημένοι στη ζώνη όπου επιβάλλεται ο φόρος. Επιπλέον, περιλαμβάνονται ρητές διατάξεις κατά των καταχρήσεων.
Εξαιρέσεις
Προβλέπεται ακόμη ότι ο φόρος δεν θα εφαρμόζεται στις καθημερινές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες των πολιτών και των επιχειρήσεων (π.χ. δάνεια, πληρωμές, ασφαλίσεις, καταθέσεις κ.λπ.), προκειμένου να προστατευθεί η πραγματική οικονομία. Ακόμη, ο φόρος δεν θα εφαρμόζεται ούτε και στις παραδοσιακές επενδυτικές τραπεζικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της άντλησης κεφαλαίων ή στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων αναδιάρθρωσης.
Η πρόταση οδηγίας της επιτροπής απομονώνει επίσης τις δραστηριότητες αναχρηματοδότησης, τη νομισματική πολιτική και τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Συνεπώς, οι συναλλαγές με κεντρικές τράπεζες και την ΕΚΤ, με τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης (EFSF και ESM) και με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαλλάσσονται από το φόρο.
Ο φόρος θα έχει χαμηλούς συντελεστές, ευρεία βάση και δίχτυ ασφαλείας για την αποφυγή της μετεγκατάστασης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
source: stockwatch.com.cy