Saturday, October 17, 2009
Lehman Brothers: Από παντοπωλείο... σύμβολο της κρίσης
Lehman Brothers: Από παντοπωλείο... σύμβολο της κρίσης
Το παντοπωλείο του 1844 εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου. Η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 υπήρξε ένα γεγονός-ορόσημο στην εξέλιξη της διεθνούς οικονομικής κρίσης και η μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία των ΗΠΑ.
AΠO TΟN ΔΗΜΗΤΡΗ ΖΑΝΤΖΑ
Τo 1844 o Henry Lehman, γιος εμπόρου βοοειδών, ήταν μόλις 23 ετών όταν έφτασε ως μετανάστης στις ΗΠΑ από τη Βαυαρία. Στο Mοντγκόμερι της Αλαμπάμα άνοιξε το πρώτο του μαγαζί, ένα μικρό παντοπωλείο στο οποίο έδωσε το όνομά του.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1847, ο αδελφός του, Emanuel, έφτασε στις ΗΠΑ και η επιχείρηση μετονομάστηκε σε H. Lehman and Bro, ώσπου το 1850 με την άφιξη του νεότερου όλων, Mayer Lehman, η επιχείρηση άρχισε να λειτουργεί με την επωνυμία Lehman Brothers.
Ήδη το 1850 το βαμβάκι είχε καθιερωθεί στο Nότο των Ηνωμένων Πολιτειών ως ένα από τα σημαντικότερα εμπορεύματα και τα τρία αδέλφια άρχισαν συστηματικά να δέχονται το βαμβάκι ως μέσο πληρωμής. Σταδιακά, επωφελούμενοι από την ισχυρή ζήτηση, άρχισαν να δραστηριοποιούνται παράλληλα στη διαπραγμάτευση και εμπορία βαμβακιού, ώσπου αυτό εξελίχθηκε στο πιο σημαντικό κομμάτι των δραστηριοτήτων τους. Και αυτό συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού, Henry, το 1855.
Ακολουθώντας τις τάσεις της αγοράς, τα δύο αδέλφια άνοιξαν το 1858 το πρώτο τους γραφείο στη Νέα Υόρκη, εκεί όπου είχε μεταφερθεί η κύρια εμπορική δραστηριότητα γύρω από το βαμβάκι. Τη λειτουργία του γραφείου ανέλαβε ο Emanuel Lehman, που ως συνέπεια των δύσκολων συνθηκών του αμερικανικού εμφυλίου προχώρησε το 1862 σε συνεργασία με το βαμβακοπαραγωγό John Durr, μετονομάζοντας την επιχείρηση σε Lehman, Durr & Co.
Η εταιρεία συνέβαλε στην ανοικοδόμηση της πολιτείας της Αλαμπάμα μετά τον εμφύλιο, ενώ μετέφερε στη Νέα Υόρκη την έδρα της, συνεισφέροντας και στην ίδρυση του New York Cotton Exchange το 1870, στο διοικητικό συμβούλιο του οποίου ο Emanuel Lehman έγινε μέλος το 1884.
Στο μεταξύ η εταιρεία είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται και στην αγορά ομολόγων των σιδηροδρομικών εταιρειών της εποχής, μπαίνοντας παράλληλα στο χώρο των οικονομικών συμβούλων. Η Lehman το 1883 έγινε μέλος του Coffee Exchange και τελικά του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1887. Το 1899 ανέλαβε την πραγματοποίηση της δημόσιας προσφοράς της International Steam Pump Company, η πρώτη παρόμοια δραστηριότητα στο ενεργητικό της Lehman.
Έτος-ορόσημο για την εταιρεία υπήρξε το 1906 όταν, σε συνεργασία με τη Goldman Sachs και υπό την προεδρία του υιού του Emanuel Lehman, Philip, ανέλαβε τη δημόσια προσφορά της General Cigar Co. και συνέχισε να δραστηριοποιείται σε αυτό το χώρο για δύο ακόμη δεκαετίες, τις περισσότερες φορές σε συνεργασία με την Goldman.
Το 1925 τα ηνία πέρασαν στον υιό του Philip, Robert «Bobbie» Lehman, ο οποίος έμελε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης που ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα. Έως τότε η εταιρεία παρέμενε στα χέρια της οικογένειας Lehman. Το πρώτο μέλος του διοικητικού της συμβουλίου εκτός οικογενείας υπήρξε ο John M. Hancock το 1924 και ακολούθησαν οι Monroe C. Gutman και Paul Mazur το 1927.
Πολλές εταιρείες που μέχρι σήμερα κυριαρχούν στο διεθνές οικονομικό στερέωμα εμπιστεύτηκαν τη Lehman για την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο. Μεταξύ αυτών η Du Mont, ενώ σημαντική στήριξη δέχτηκαν και οι Halliburton και Kerr-McGee από τη χρηματοδότηση που προσέφερε τότε η Lehman για την ανάπτυξη του πετρελαϊκού κλάδου. Τη δεκαετία του 1950 η Lehman ήταν αυτή που μεσολάβησε για την απόκτηση της Digital από την Compaq.
Ο Robert Lehman ήταν και το τελευταίο μέλος της οικογένειας στο «τιμόνι» της εταιρείας. Μετά το θάνατό του το 1969, το διοικητικό κενό έφερε σε δύσκολη οικονομική θέση την εταιρεία έως ότου το 1973 εκλήθη ο Pete Peterson, ο μέχρι πρότινος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Bell & Howell, να βγάλει τη Lehman από το αδιέξοδο.
Ο Peterson ήταν επικεφαλής και το 1975, όταν η Lehman εξαγόρασε την Abraham & Co., προτού συγχωνευθεί –δύο χρόνια αργότερα– με την Kuhn, Loeb & Co. Έτσι δημιουργήθηκε η Lehman Brothers, Kuhn, Loeb & Co., η τέταρτη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ εκείνη την εποχή πίσω από τις Salomon Brothers, Goldman Sachs και First Boston. O Peterson κατάφερε να οδηγήσει την, ζημιογόνο έως τότε, Lehman σε μια πενταετία με αλλεπάλληλα ρεκόρ κερδοφορίας.
Η πορεία αυτή, ωστόσο, δεν ήταν πάντα ομαλή. Εσωτερικές διαμάχες οδήγησαν τον Peterson να προαγάγει τον Lewis Glucksman επίσης στη θέση του CEO, το Μάιο του 1983. Η δυαρχία των Peterson και Glucksman και οι διαρκείς εντάσεις μεταξύ τους άφησαν τελικά το δεύτερο ως το μοναδικό CEO της εταιρείας. Η εικόνα αυτή και οι συνεχείς εσωτερικές προστριβές ήταν κάτι που δεν άρεσε στους μεγάλους τραπεζίτες της εποχής, οι οποίο απέσυραν τη στήριξή τους. Το εξαιρετικά ανταγωνιστικό εσωτερικό περιβάλλον είχε καταστήσει τη Lehman δυσλειτουργική, υποχρεώνοντας τον Glucksman το 1984 να πωλήσει την εταιρεία έναντι 360 εκατ. δολ. στη Shearson, θυγατρική της American Express. Έτσι προέκυψε η Shearson Lehman/American Express, που το 1988 συγχωνεύθηκε με την E.F. Hutton & Co. για να δημιουργηθεί η Shearson Lehman Hutton Inc., έως ότου η Shearson Lehman Brothers με επικεφαλής τον Peter A. Cohen –από το 1983 έως το 1990– εξαγόρασε έναντι 1 δισ. δολ. την EF Hutton.
Το 1993 ο –νέος ακόμη CEO της American Express– Harvey Colub αποφάσισε να διασπάσει τις δραστηριότητες της εταιρείας και από την αρχική δημόσια προσφορά του 1994 προέκυψε η Lehman Brothers Holdings, Inc.
Το 2001 η εταιρεία με επικεφαλής τον Richard S. Fuld δραστηριοποιήθηκε και πάλι στο asset management, το οποίο είχε εγκαταλείψει από το 1989, ξεκινώντας με υπό διαχείριση κεφάλαια ύψους 2 δισ. δολ. Μετά τις εξαγορές των Crossroads Group και Neuberger Berman, η Lehman έφτασε το 2007 να εμφανίζει κύκλο εργασιών 3,1 τρισ. δολ. και κέρδη προ φόρων περίπου 800 εκατ. δολ. Τα υπό διαχείριση κεφάλαια είχαν φτάσει στα 275 δισ. δολ., ενώ από την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο το 1994 είχε καταφέρει να αυξήσει τα καθαρά της κέρδη κατά 600%, και τον αριθμό των εργαζομένων της κατά 230%, σε 28.600 άτομα από περίπου 8.500.
Η κρίση των subprime και η χρεοκοπία
Τον Αύγουστο του 2007 η Lehman προχώρησε στο κλείσιμο της θυγατρικής της που δραστηριοποιούνταν στην αγορά των subprime, BNC Mortgage. Χαρακτηριστικό των συνθηκών που αντιμετώπιζε ήταν τα μεγέθη του β’ τριμήνου του 2008, οπότε ανακοίνωσε ζημιές 2,8 δισ. δολ. και υποχρεώθηκε να ρευστοποιήσει στοιχεία του ενεργητικού της συνολικού ύψους 6 δισ. δολ.
Μάλιστα, μόνο στο α’ εξάμηνο του 2008 η μετοχή της Lehman είχε υποχωρήσει συνολικά κατά 73%, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου έτους ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προχωρήσει σε περικοπή 1.500 θέσεων εργασίας, λίγες μόνο ημέρες προτού ανακοινώσει τα αποτελέσματα χρήσης για το γ’ τρίμηνο.
Οι χρηματιστηριακές απώλειες συνεχίστηκαν επί μακρόν, εν μέσω συνεχών και πολλές φορές αντικρουόμενων φημών περί ενδεχόμενης διάσπασης, εξαγοράς ή κυβερνητικής στήριξης.
Το σίγουρο ήταν ότι η εμπιστοσύνη των επενδυτών είχε χαθεί ολοσχερώς, δύσκολα όμως μπορούσε κάποιος να φανταστεί τη σφοδρότητα –και την ταχύτητα– όσων ακολούθησαν.
Το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008 ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και ο διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της χώρας συγκάλεσαν έκτακτη συνάντηση για το μέλλον της Lehman. Μία από τις λύσεις που θα εξέταζαν ήταν και η επείγουσα ρευστοποίηση παγίων της εταιρείας, ενώ η ίδια η Lehman ανέφερε ότι βρισκόταν σε επαφές με τις Bank of America και Barclays αναφορικά με το ενδεχόμενο εξαγοράς της από κάποια από τις δύο.
Τελικά καμία από τις προσπάθειες αυτές δεν ευδοκίμησε κι έτσι τη 15η Σεπτεμβρίου η Lehman ανακοίνωσε ότι θα κατέθετε αίτηση υπαγωγής στο Κεφάλαιο 11 του αμερικανικού Πτωχευτικού Κώδικα, προσδιορίζοντας τα χρέη της σε 768 δισ. δολ. και την αξία των παγίων της σε 639 δισ. δολ.
Τα νέα για την κατάρρευση της Lehman είχαν ήδη αρχίσει, σε επίπεδο φημολογίας, να κάνουν το γύρο του κόσμου λίγες ημέρες νωρίτερα. Φωτογραφίες και βίντεο ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων έδειχναν εργαζόμενους της εταιρείας να αδειάζουν τα γραφεία τους μέσα στο Σαββατοκύριακο, μεταφέροντας τα πράγματά τους μέσα σε χαρτόκουτα.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική η δήλωση ενός εργαζόμενου της Lehman στην κάμερα του πρακτορείου Reuters, όταν ρωτήθηκε –το βράδυ της Κυριακής 14 Σεπτεμβρίου 2008– για το τι συνέβαινε εντός του κτιρίου όπου είχε την έδρα της η εταιρεία, στο νούμερο 745 της Έβδομης Λεωφόρου: «Πίνουν μπίρες και καπνίζουν εντός των γραφείων», είπε μπροστά στις κάμερες, μεταφέροντας μια εικόνα διάλυσης όταν ακόμη δεν είχε ανακοινωθεί τίποτα επισήμως.
Κι έτσι τη «Μαύρη Δευτέρα» της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έφτασε να υποχωρεί ενδο-συνεδριακά έως και 777 μονάδες (-7%), ο S&P υποχωρούσε 98 μονάδες (-8,1%) και ο δείκτης Nasdaq 200 μονάδες (-9,1%). Εκείνη την ημέρα ο Dow Jones με πτώση 500 μονάδων έκλεισε με τις υψηλότερες μοναδιαίες απώλειες μετά τη συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και με τη μετοχή της Lehman να σημειώνει πτώση 90%.
Από την επομένη κιόλας άρχισε ο «διαμελισμός» της Lehman, ύστερα από 158 χρόνια παρουσίας στην αγορά και αφού είχε καταφέρει να επιβιώσει στο παρελθόν από σημαντικές κρίσεις όπως αυτή των σιδηροδρόμων του 1800, της Μεγάλης Ύφεσης του 1930 και της κατάρρευσης του fund LTCM μία δεκαετία νωρίτερα. Η βρετανική Barclays εξαγόρασε τελικά τις δραστηριότητές της στις ΗΠΑ έναντι 1,75 δισ. δολ. και η Nomura Holdings, λίγες ημέρες αργότερα, αντίστοιχες δραστηριότητες της Lehman στην Ασία έναντι 2 δισ. δολ.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάρρευση της Lehman Brothers, η μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε ήδη δώσει την αφορμή για να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ικανότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος να ανταπεξέλθει στην κρίση και η βιωσιμότητα του ίδιου του καπιταλισμού.
Στην αφάνεια ο Richard Fuld
Έντονες επικρίσεις δέχτηκε για τους χειρισμούς του ο άνθρωπος που βρισκόταν στο «τιμόνι» της Lehman τη στιγμή της κατάρρευσης.
Δημοσιογράφοι του Reuters εντόπισαν τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Lehman Brothers, τον 63χρονο Richard Fuld, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας να προσπαθεί να αφήσει πίσω του την «εκκωφαντική» κατάρρευση.
Οι Clare Baldwin, Jui Chakravorty και Jonathan Spicer του Reuters περιγράφουν τον Fuld ως έναν άνθρωπο που εκλαμβάνει πλέον τον εαυτό του ως «αποδιοπομπαίο τράγο», που ανησυχεί περισσότερο για την προσωπική του ασφάλεια παρά για τις δικαστικές του «περιπέτειες» και που, παρά το γεγονός ότι έχει αλλάξει πλέον συνήθειες της καθημερινότητάς του, διατηρεί ακόμη επαφές με παλιούς συνεργάτες και φίλους από τη Wall Street.
O Fuld φέρεται, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, να δηλώνει ότι «αναζητούν κάποιον να “θάψουν” και αυτός είμαι εγώ».
Αυτή την περίοδο ζει σε ένα παραποτάμιο σπίτι στα Rocky Mountains, ενώ φήμες σχετικά με την επαγγελματική του δραστηριότητα αναφέρουν ότι έχει ιδρύσει τη δική του εταιρεία συμβούλων με την επωνυμία Matrix Advisors LLC και έδρα την Τρίτη Λεωφόρο στη Νέα Υόρκη, καθώς και ότι συνεργάζεται με την Alvarez and Marsal προκειμένου η Lehman να απαλλαγεί από τα χρέη.
Σύμφωνα με ξένα δημοσιεύματα πάντως, οι ζημιές που υπέστη η προσωπική περιουσία του Fuld ανήλθαν σε 1 δισ. δολ. Λίγους μήνες μετά τη χρεοκοπία της Lehman ο ίδιος και η σύζυγός του άρχισαν να εκποιούν ακίνητα που διατηρούσαν –σε περιοχές όπως το Γκρίνουϊτς, η Φλόριντα, το Mιντλμπέρι και το Bερμόντ– καθώς και ένα διαμέρισμα στην Park Avenue της Νέας Υόρκης που είχε αγοραστεί έναντι 21 εκατ. δολ. είχε υποστεί ανακαίνιση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων και τελικά πωλήθηκε έναντι 25,87 εκατ. δολ.
Το ζεύγος Fuld φέρεται επίσης να έχει διακόψει «εδώ και μήνες» τις αγορές «πολλών χιλιάδων δολαρίων» που συνήθιζε να κάνει σε καταστήματα όπως τα Hermes, ο Richard Fuld έχει σταματήσει την ενοικίαση ιδιωτικών αεροσκαφών και προτιμά την Delta Airlines για τις μετακινήσεις του, ενώ λέγεται ότι πολλά και πανάκριβα έργα τέχνης που διατηρούσε στη συλλογή του έχουν ήδη πωληθεί.
TO ΠΛHΓMA THΣ 11ης ΣEΠTEMBPIOY 2001
Οι συνέπειες από την επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης ήταν σοβαρές για τη Lehman. Σε ένα από τα κτίρια του World Trade Center η εταιρεία χρησιμοποιούσε τρεις ορόφους ως παγκόσμια έδρα της, τα οποία όχι μόνο καταστράφηκαν ολοσχερώς, αλλά έχασε τη ζωή του και ένας εκ των εργαζομένων.
Με εντυπωσιακά αντανακλαστικά, η Lehman μετέφερε μέρος των δραστηριοτήτων της στα γραφεία της στο Tζέρσι Σίτι του Nιου Tζέρσι. Σε λιγότερο από 48 ώρες είχε καταφέρει να στήσει μια πλήρως λειτουργική αίθουσα συναλλαγών κι έτσι, όταν επαναλειτούργησαν οι αγορές στις 17 Σεπτεμβρίου, οι δραστηριότητές της είχαν αποκατασταθεί πλήρως.
Στο μεταξύ, το τμήμα επενδυτικής τραπεζικής της Lehman χρησιμοποιούσε ως γραφεία όχι μόνο το εστιατόριο, αλλά και το σύνολο των 665 δωματίων του ξενοδοχείου Sheraton στο Μανχάταν, έως ότου τον Οκτώβριο του 2001 αγόρασε το 32 ορόφων και έκτασης 98.000 τετραγωνικών μέτρων κτίριο στην Έβδομη Λεωφόρο, στον αριθμό 745. Η μετακίνηση των εργαζομένων της Lehman στα νέα γραφεία ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 2002 και υπήρξε μια κίνηση που αναπτέρωσε σημαντικά το ηθικό τους.
Η τραυματική εμπειρία της επίθεσης στο World Trade Center οδήγησε την εταιρεία στη δημιουργία σημαντικών υποστηρικτικών δομών, όχι μόνο επεκτείνοντας τα γραφεία στο Nιου Tζέρσι ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν ως έδρα σε περίπτωση ανάγκης, αλλά δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση και στις υποδομές που θα επέτρεπαν στους εργαζόμενους να δουλέψουν από το σπίτι, αν ποτέ το απαιτούσαν οι συνθήκες.
capital.gr
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment