Τράπεζες: Έφθασε η ώρα… του ταμείου
Ο κ. Severin Cabannes προσφέρει μία απλή αλλά εξαιρετική εξήγηση για την απόφαση των ευρωπαϊκών τραπεζών να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ). «Η αγορά έχει ανοίξει εκ νέου τις πόρτες της προκειμένου να πραγματοποιηθούν τέτοιες κινήσεις», τονίζει ο υποδιευθυντής της Societe Generale και προσθέτει νόημα ότι: «κανείς δεν γνωρίζει, βέβαια, για πόσο διάστημα οι αγορές θα παραμείνουν… ανοικτές».
Πρώτη ξεκίνησε η BNP Paribas και κατόπιν ακολούθησαν η SocGen, η ιταλική Unicredit, η νορβηγική DnB Nor, η σουηδική Swedbank και η ελληνική Alpha Bank. Κατόπιν, χθες, κατέφθασε η ολλανδική ING. Κατά την διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων εβδομάδων, επτά μεγάλες τράπεζες της ηπειρωτικής Ευρώπης έχουν προχωρήσει σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 25 δισ. ευρώ, με βασικό στόχο την αποπληρωμή του Δημοσίου.
Πλέον οι επενδυτές βρίσκονται εν αναμονή ανάλογων κινήσεων από τις δύο μεγαλύτερες βρετανικές τράπεζες (οι οποίες έχουν δεχθεί κρατική βοήθεια). Πρώτη η Lloyds, την οποία το βρετανικό Δημόσιο κατέχει 43,5% και κατόπιν η Royal Bank of Scotland, το 70% της οποίας ανήκει στο κράτος. Η Lloyds αναμένεται ότι θα εφαρμόσει πρόγραμμα αύξησης μετοχικού κεφαλαίου που θα κυμανθεί από 15 έως 20 δισ. στερλίνες, το οποίο αποτελεί μέρος της αναχρηματοδότησης ύψους 25 δισ. δολαρίων, ενώ η RBS –προκειμένου να «μην μείνει πίσω»- αναμένεται να προχωρήσει σε ΑΜΚ ύψους 5 δισ. στερλινών.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά το ζενίθ της πιστωτικής κρίσης, όταν οι κυβερνήσεις ανά την υφήλιο αναγκάστηκαν να «ρίξουν» δισ. στερλίνες στο τραπεζικό σύστημα, οι τράπεζες προσπαθούν, πάση θυσία, να απεγκλωβιστούν από το κράτος. Ξαφνικά αισθάνονται αισιόδοξες για τις προοπτικές τους και θέλουν να γίνουν εκ νέου ανεξάρτητες. Με όση ταχύτητα μπορούν να επιτύχουν, προχωρούν σε αποπληρωμή του Δημοσίου, όποια μορφή και εάν έχει αυτή –μετοχικά μερίδια, προνομιούχες μετοχές, ομόλογα χαμηλής διαβάθμισης (subordinated).
Ο κ. Matthew Westerman, κορυφαίος αναλυτής διεθνών επενδύσεων της Goldman Sachs, θεωρεί ότι η έκρηξη των ΑΜΚ ξεκίνησε την άνοιξη, όταν η HSBC ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 12,5 δισ. στερλινών. Πρόκειται για την μεγαλύτερη ΑΜΚ στην ιστορία των επιχειρήσεων (και όχι μόνο των τραπεζών) ενώ πραγματοποιήθηκε σε μία εποχή που οι αγορές βρίσκονταν στο ναδίρ.
Από τότε έως και σήμερα ο δείκτης FTSE World Bank έχει ενισχυθεί 155%. «Η HSBC αποτέλεσε τον καταλύτη τόσο για τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου όσο και για την ανάκαμψη της εμπιστοσύνης στις τραπεζικές μετοχές», υποστηρίζει ο κ. Westerman, ο οποίος ήταν σύμβουλος της HSBC στην ΑΜΚ.
Η θετική πορεία των αγορών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αποτέλεσε διπλό στήριγμα για τις τράπεζες. Πρώτον, η προσφορά νέων μετοχών σε καλύτερες τιμές μείωσε το dilution για τους υπάρχοντες μετόχους. Δεύτερον η καλή πορεία των αγορών στήριξε τις μονάδες επενδυτικής τραπεζικής. Ιδιαίτερα αυτές των γαλλικών τραπεζών –που ήταν και οι πρωτοπόρες στις ΑΜΚ-, που δέχθηκαν ισχυρή ώθηση από την ανάκαμψη στις συναλλαγές τόσο μετοχών όσο και ομολόγων.
Όμως η θετική πορεία των αγορών ήταν μόνο ο ένας λόγος για την έκρηξη των ΑΜΚ. Ο μεγαλύτερος καταλύτης ήταν η σύνοδος των G20 τον περασμένο μήνα κατά την οποία οι ηγέτες της υφηλίου έθεσαν τις βάσεις για την αλλαγή του συστήματος εποπτείας των τραπεζών. Πέραν από την επιβολή ορίων στα μπόνους των τραπεζιτών, αυτό που επηρέασε περισσότερο τις τράπεζες ήταν η αύξηση των επιπέδων της κεφαλαιακής επάρκειας που οφείλουν να διατηρούν.
Είναι αρκετά δελεαστικό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι G20 ώθησαν τις τράπεζες να προχωρήσουν σε ΑΜΚ, προκειμένου να «ευθυγραμμιστούν» με τις εντολές για υψηλότερη κεφαλαιακή επάρκεια. Όμως δεν είναι όλα τόσο απλά όσο φαίνονται. Στην πραγματικότητα, οι «κτυπημένοι» γίγαντες του χρηματοοικονομικού κλάδου προχωρούν στην ελάχιστη δυνατή αύξηση μετοχικού κεφαλαίου προκειμένου να αποπληρώσουν το Δημόσιο και θεωρούν ότι «τα υπόλοιπα» θα τα αναλάβουν οι αγορές, οι οποίες θα στηρίξουν και τα κέρδη τους.
«Η απόφαση των G20 να θέσουν ως όριο για την αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας το 2012, σήμαινε ότι οι τράπεζες είχαν μόλις τρία χρόνια καλής κερδοφορίας για στήριξη των κεφαλαίων τους», υπογραμμίζει ο κ. Cyril Corut, αναλυτής αγορών της HSBC. Όμως οι G20 έθεσαν τελικώς «μικρό» επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας. Δηλαδή αυτό που φοβούνταν οι περισσότερες τράπεζες τελικώς δεν έγινε. Άλλωστε τα νέα μέτρα ήταν ήπια και περιορίστηκαν στους ομίλους που έχουν δεχθεί κρατική στήριξη.
Μόλις δύο ημέρες μετά την ολοκλήρωση της συνόδου των G20 στο Pittsburg, η BNP Paribas ανακοίνωσε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 4,3 δισ. ευρώ. Την ίδια ημέρα ακολούθησε η Unicredit και κατόπιν ήρθε η SocGen. Η ΑΜΚ της BNP Paribas –η οποία ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα- ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, με το 99% των μετόχων να χρησιμοποιούν το δικαίωμα συμμετοχής, γεγονός που έδρασε ως «μήνυμα» προς τους ανταγωνιστές να προχωρήσουν και αυτοί σε ΑΜΚ.
«Είδαμε την αντίδραση των αγορών προς τις άλλες τράπεζες που προχωρούσαν σε ΑΜΚ προκειμένου να αποπληρώσουν το Δημόσιο», τόνισε ο κ. Μαρίνος Γιαννόπουλος, οικονομικός διευθυντής της Alpha Bank και προσέθεσε «και ως εκ τούτου θεωρήσαμε ότι έπρεπε να «ανοίξουμε» τον δρόμο για τις υπόλοιπες ελληνικές τράπεζες προκειμένου να υπάρξει αποπληρωμή του Δημοσίου».
Οι αναλυτές προβλέπουν ότι το επόμενο κύμα ΑΜΚ θα προέλθει από τις Commerzbank, Allied Irish Bank και Bank of Ireland. «Οι ιρλανδικές και γερμανικές τράπεζες δεν μπορούν να μείνουν άπραγες όταν βλέπουν τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη», υποστηρίζει ο κ. Westerman.
Όμως ο κ. Kian Abouhossein, αναλυτής της JPMorgan είναι περισσότερο προσεκτικός, καθώς τονίζει ότι: «είναι πολύ πιο δύσκολο για αυτές τις τράπεζες να προχωρήσουν σε ΑΜΚ, λόγω και της υψηλής ενασχόλησης της κρατικής μηχανής στον τρόπο λειτουργίας τους». Για παράδειγμα η Commerzbank έχει δεχθεί «σιωπηλή χρηματοδότηση» (όπως αποκαλείται) υψηλότερη των 16,4 δισ. ευρώ από το γερμανικό κράτος –με τη μορφή αγοράς προνομιούχων μετοχών-.
Ακόμη πιο δύσκολο να επιστρέψουν στην πρότερη της κρίσης κατάσταση είναι για τράπεζες οι οποίες έχουν πλήρως κρατικοποιηθεί, όπως αυτές της Ισλανδίας, η βρετανική Northern Rock και η ιρλανδική Anglo-Irish Bank. Ακόμη και οι ημί-κρατικές Lloyds και RBS θα χρειαστούν πολύ περισσότερο χρόνο για να «διώξουν» το κράτος, παρά τις ΑΜΚ που έχουν ανακοινώσει.
Η τρέχουσα σωρεία των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου θα συνεχιστεί, έως ότου υπάρξει κάποια αιτία –το πιθανότερο θα αφορά την πραγματική οικονομία- που θα διακόψει το ράλι των αγορών και ως εκ τούτου θα «κλείσει την πόρτα» που έχουν ανοίξει στις ΑΜΚ.
Ας μην ξεχνάμε ότι ορισμένες ΑΜΚ έχουν προέλθει από τράπεζες που δεν έχουν λάβει κρατική βοήθεια, με βασικά παραδείγματα τις HSBC και Nomura (προχώρησε σε ΑΜΚ 5,6 δισ. δολαρίων τον Σεπτέμβριο).
Οι πρώτες αποπληρωμές της κρατικής βοήθειας πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ, όταν 10 τράπεζες, μεταξύ των οποίων οι Goldman Sachs, JPMorgan Chase και Morgan Stanley, πλήρωσαν συνολικά 68 δισ. δολάρια, τα οποία είχαν λάβει πριν από οκτώ μήνες. Προκειμένου, πάντως, να μπορέσουν να αποπληρώσουν η Ουάσινγκτον τις «ανάγκασε» να στραφούν πρώτα στις αγορές.
Η απόφαση της UBS να προχωρήσει σε ΑΜΚ 3,8 δισ. ελβετικών φράγκων το καλοκαίρι, αφού πρώτα το ελβετικό δημόσιο είχε αποκτήσει 9% της τράπεζας, μοιάζει αρκετά με την περίπτωση των αμερικανικών τραπεζών.
Για όλες τις τράπεζες, τα κίνητρα για να απεμπλακούν από το Δημόσιο είναι τα ίδια. «Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί τραπεζίτες που θα σας πουν ότι τους αρέσει να έχουν την κυβέρνηση ως επενδυτή τους», υπογραμμίζει ο κ. Γιαννόπουλος της Alpha Bank.
Πέραν από το πλήγμα στην αξιοπιστία τους, λόγω του ότι στηρίχθηκαν στις κυβερνήσεις για να τις σώσουν αλλά και την αναγκαστική «επαφή» με κρατικούς υπαλλήλους για την λήψη αποφάσεων, τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους παραπονιούνται οι τράπεζες.
Πρώτον οι περιορισμοί που τίθεται τόσο στα μερίσματα όσο και στα κουπόνια των ομολόγων. Για παράδειγμα οι Lloyds και RBS έχουν «διαταχθεί» από την Κομισιόν να «αποσύρουν» ορισμένα κουπόνια ομολόγων.
Την ίδια στιγμή οι τράπεζες που έχουν βοηθηθεί από το Δημόσιο δέχονται ασφυκτικές πιέσεις να αυξήσουν τις χορηγήσεις τόσο προς καταναλωτές όσο και προς επιχειρήσεις. Σε ορισμένες χώρες δεν έχουν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι για αυτό το θέμα. Στις ΗΠΑ, η Citigroup –στην οποία το αμερικανικό Δημόσιο έχει μερίδιο 34%- έχει υποσχεθεί ότι θα αυξήσει τις χορηγήσεις, χωρίς όμως να θέσει συγκεκριμένο όριο. Στη Βρετανία οι πιέσεις είναι πιο ασφυκτικές, καθώς οι Lloyds και RBS έχουν λάβει διαταγή να παράσχουν νέα δάνεια ύψους 39 δισ. στερλινών, τόσο για αναχρηματοδότηση στεγαστικών δανείων όσο και για στήριξη επιχειρήσεων.
Ορισμένες τράπεζες παραπονιούνται –αλλά σε ιδιωτικό όχι δημόσιο επίπεδο- ότι οι απαιτήσεις για νέες χορηγήσεις είναι υπερβολικές, ενώ οι αναλυτές θέτουν ερωτηματικά για το κατά πόσο μία τέτοια αύξηση θα είναι προς όφελος των τραπεζών, με δεδομένη την κρίση και τα συχνά φαινόμενα δυσκολίας αποπληρωμής δανείων τόσο από καταναλωτές όσο και από επιχειρήσεις.
Υπάρχουν, πάντως και τράπεζες που είναι αισιόδοξες. Για παράδειγμα η SocGen δεν φαίνεται να ανησυχεί. «Δεν έχουμε θυσιάσει ούτε την πολιτική διαχείρισης ρίσκου ούτε την πολιτική ανάληψης ρίσκου», δηλώνει ο κ. Cabannes και προσθέτει «δεν υπήρξε καμία πίεση από την κυβέρνηση για αυτό το θέμα».
Σαφώς το θέμα που ενοχλεί περισσότερο τις τράπεζες είναι οι πιέσεις των κυβερνήσεων για τις αποδοχές. Την περασμένη εβδομάδα η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει μείωση κατά 90% των αποδοχών των ακριβοπληρωμένων στελεχών των εταιριών που έχουν δεχθεί κρατική βοήθεια. Μεταξύ αυτών φυσικά περιλαμβάνονται οι Citi και Bank of America.
Βέβαια στον υπόλοιπο κόσμο οι απαιτήσεις είναι λιγότερο επιθετικές, αν και υπάρχουν. Οι θυμωμένοι τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι με τις απαιτήσεις τους οι κυβερνήσεις δημιουργούν μία αγορά δύο ταχυτήτων. Από την πλευρά των «χαμένων» οι τράπεζες που δέχονται βοήθεια και που με τους περιορισμούς στις αποδοχές χάνουν τα καλύτερα στελέχη τους.
Εν κατακλείδι, εάν η ανάκαμψη της οικονομίας έχει ισχυρές βάσεις, δεν θα αργήσει η στιγμή που οι περισσότερες τράπεζες θα έχουν απεγκλωβιστεί από το Δημόσιο και θα θυμούνται την κρίση απλά ως μία «σουρεαλιστική ανωμαλία» στην ιστορία του καπιταλισμού.
Όμως οι επιπτώσεις από την κρατική παρέμβαση θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων στις διοικήσεις των τραπεζών δεν θα εξαφανιστούν αυτόματα. Επίσης οι περιορισμοί στις αποδοχές των τραπεζιτών θα διατηρηθούν για αρκετά χρόνια, καθώς οι πολιτικοί θέλουν να αποφύγουν το τρομακτικό ενδεχόμενο επανάληψης μίας ανάλογης κρίσης.
«Ο έλεγχος των κυβερνήσεων στις τράπεζες θα εντατικοποιηθεί, ακόμη και μετά την αποπληρωμή της βοήθειας, λόγω των φόβων για το συστημικό ρίσκο», προβλέπει ο κ. Cabannes. «Ο τρόπος με τον οποίο κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες και εποπτικές αρχές διαχειρίζονται το συστημικό ρίσκο είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την «ίαση» της κρίσης», προσθέτει ο επικεφαλής της SocGen.
Τουλάχιστον, όμως, θα το πράττουν χωρίς να είναι και μέτοχοι των τραπεζών…
euro2day.gr
No comments:
Post a Comment