Sunday, August 9, 2009

S&P: Από τους σιδηρoδρόμους του 19ου αιώνα στο 2009

S&P: Από τους σιδηρoδρόμους του 19ου αιώνα στο 2009

Τι μπορεί να συνδέει τους αμερικανικούς σιδηροδρόμους των αρχών του 19ου αιώνα με τη Standard & Poor’s; Εδώ και 150 χρόνια περίπου η ιστορία του οίκου μοιάζει συνυφασμένη με την εξέλιξη των μοντέρνων αγορών.


Ο Henry Varnum Poor γεννήθηκε το 1812 στο Andover του Maine. Δικηγόρος στο επάγγελμα, ξεκίνησε την καριέρα του δουλεύοντας για τον αδελφό του, John Alfred Poor, «πρωταγωνιστή» στην κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου του Maine.

Από τον αδελφό του ο Henry έμαθε αρχικά από πρώτο χέρι τα «μυστικά» του σιδηροδρομικού κλάδου, ενώ από το 1849, όταν ο John Alfred εξαγόρασε το American Railroad Journal, εργάστηκε στο περιοδικό ως αρχισυντάκτης.

Από τη θέση αυτή άρχισε να επιχειρηματολογεί υπέρ της ορθολογικής ανάπτυξης του σιδηροδρομικού δικτύου των ΗΠΑ, της συμβολής της στην καλύτερη αξιοποίηση των φυσικών πόρων των ΗΠΑ και της επέκτασης του εμπορίου.

Ακολούθησε επίσης μια εντελώς διαφορετική για την εποχή προσέγγιση στην παρουσίαση των θεμάτων του, δημοσιεύοντας προφίλ εταιρειών του κλάδου των σιδηροδρόμων, παρουσιάζοντας τις τάσεις της αγοράς, παίρνοντας συνεντεύξεις από επιστήμονες και μηχανικούς, αλλά κυρίως εμμένοντας στη θέση του ότι οι εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν τα μεγέθη τους, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων, των δαπανών, κερδών και ζημιών.

Το 1860 εξέδωσε το History of the Railroads and the Canals of the United States, που σήμερα θεωρείται ο πρόδρομος όλων των μετέπειτα επενδυτικών εκδόσεων. Αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή απόπειρα να καταγραφεί το παρελθόν και το παρόν ενός ολόκληρου βιομηχανικού κλάδου, αλλά και τη βάση για την περιοδική έκδοση που αργότερα έγινε γνωστή ως το Εγχειρίδιο του Poor (Poor’s Manual).

Αξίζει να σημειωθεί ότι αφορμή για την εξέλιξη των ιδιωτικών αγορών κεφαλαίου στις ΗΠΑ αποτέλεσε η ταχεία ανάπτυξη της βιομηχανίας των σιδηροδρόμων, μέσα από δημόσιες ή ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις. Και όλα αυτά σε μια εποχή που η διαφάνεια και η πρόσβαση σε εταιρικά μεγέθη, όρους επιχειρηματικών συμφωνιών και ανεξάρτητες αναλύσεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένη.

Το 1865 προχώρησε με το γιο του, Henry William Poor, στην ίδρυση της H.V. and H.W. Poor Company, η οποία μετεξελίχθηκε στην εκδότρια εταιρεία του ετήσιου Manual of the Railroads of the United States. Στην πρώτη του έκδοση πούλησε 2.500 αντίτυπα έκτασης 442 σελίδων στην τιμή των 5 δολαρίων. Οι επενδυτές μπορούσαν πλέον να παρακολουθούν συστηματικά τη διαχρονική εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των εταιρειών του κλάδου.



Αρκετά χρόνια αργότερα, και αφού η εταιρεία Poor and Co. (ασφαλιστικών, χρηματιστηριακών και τραπεζικών υπηρεσιών) του Henry William Poor είχε ήδη εξελιχθεί σε μία από τις πρωταγωνίστριες εταιρείες της Wall Street, ο Luther Lee Blake (1874-1953) αναγνώριζε έμπρακτα τη σπουδαιότητα της ύπαρξης ακριβούς και συγκεντρωμένης πληροφόρησης για τους επενδυτές, ιδρύοντας το Standard Statistics Bureau.

H Standard Statistics εξέδιδε καρτέλες διαστάσεων 5Χ7 ιντσών, οι οποίες περιείχαν εταιρικά νέα και στη συνέχεια, μετά την εξαγορά της Babson Stock από τον Edward Shattuck και της Bond Card System από τον Roy W. Porter το 1913, περιλαμβάνουν και στοιχεία για μετοχές και ομόλογα.

Γνωρίζοντας μεγάλη ανάπτυξη, το 1914 η εταιρεία μετονομάζεται σε Standard Statistics Inc. και απασχολεί ήδη περισσότερους από 70 εργαζόμενους. Την ίδια χρονιά ο Porter εξαγοράζει τη Moody’s Manual Co. και ξεκινά διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της Poor’s Railroad Manual Co., διαδόχου της H.V. and H.W. Poor Co.

Το 1919 ο Porter συγχωνεύει τις Moody’s Manual και Poor’s Railroad Manual και μετονομάζει το νέο σχήμα σε Poor’s Publishing Co. Έως το 1923 τόσο η Poor’s Publishing όσο και η Standard Statistics έχουν αρχίσει την αξιολόγηση εταιρικών ομολόγων και δημοτικών τίτλων.

Το 1923 μάλιστα, σε μια προσπάθεια να «αποτυπώσει» την τάση της αγοράς, η Standard Statistics δημιουργεί τον πρώτο της χρηματιστηριακό δείκτη που καλύπτει 223 αμερικανικές μετοχές. Η τιμή του υπολογιζόταν σε εβδομαδιαία βάση και αποτέλεσε τον πρώτο δημόσια παρακολουθούμενο δείκτη. Το 1926 η Standard κάνει το επόμενο βήμα με τον «90 Stock Composite Price Index» του οποίου η τιμή υπολογιζόταν ημερησίως.

Το 1930 και ενώ η Standard μετακόμιζε σε μεγαλύτερα γραφεία στη Hudson Street, τον έλεγχο στη «χτυπημένη» από το κραχ Poor’s Publishing αποκτούσε ο εξάδελφος του Portet, Raul T. Babson.
Η Standard & Poor’s Corp. δημιουργήθηκε το 1941, με τη συγχώνευση των Standard Statistics και Poor’s Publishing. Πρώτος πρόεδρος της εταιρείας υπήρξε ο Clayton A. Penhale. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ο «Οδηγός Ομολόγων» του οίκου, μια λίστα με αξιολογήσεις για 7.000 τίτλους, στατιστικά στοιχεία και ποιοτική αξιολόγηση εταιρικών ομολόγων.

Παρά τα προβλήματα που προέκυψαν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εταιρεία συνέχισε να αναπτύσσεται και να αυξάνει τις πωλήσεις των υπηρεσιών της, διευρύνοντας μάλιστα εντυπωσιακά τη βάση των συνδρομητών της και εγκαινιάζοντας την πρακτική της άμεσης αλληλογραφίας. Ήδη από το 1946 το 50% των συνολικών εσόδων της εταιρείας προερχόταν από υπηρεσίες που ούτε καν υπήρχαν πριν από τη συγχώνευση των Standard Statistics και Poor’s Publishing.

Ο –γνωστός μέχρι σήμερα– δείκτης S&P 500 της Wall Street δημιουργήθηκε το 1950. Με προσωπικό άνω των 600 ατόμων, η S&P εισάγεται στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 1962.

Το 1966 ο όμιλος της McGraw-Hill εξαγοράζει την S&P και επεκτείνεται στις υπηρεσίες παροχής χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

Καθοριστική τόσο για την S&P όσο και για την ίδια την αμερικανική αγορά ήταν η καθιέρωση του συστήματος αρίθμησης CUSIP (Committee for Uniform Security Identification Procedures), χωρίς το οποίο θα ήταν μάλλον αδύνατη για τη Wall Street η διαχείριση του γιγαντιαίου συναλλακτικού όγκου που προκύπτει καθημερινά.

Χρονικό σημείο-καμπή αποτέλεσε και το έτος 1975, όταν η S&P αξιολόγησε τα πρώτα ομόλογα διασφαλισμένα με ενυπόθηκα δάνεια, γεγονός που σηματοδότησε την άφιξη των σύνθετων προϊόντων και τη «γέννηση» της δομημένης αγοράς.

Ειδικά προς το τέλος της, η δεκαετία του 1970 υπήρξε ιδιαίτερα δημιουργική για την S&P. Τότε ήταν που η Standard & Poor’s Credit Ratings Services άρχισε να αξιολογεί ασφαλιστικές εταιρείες, χρηματιστηριακές αλλά και αμοιβαία κεφάλαια. Ξεκίνησε επίσης εκπαιδευτικό πρόγραμμα όπου μέσα από σεμινάρια επεξηγούσε τα κριτήρια αξιολόγησής της, συστηματοποίησε τη μεθοδολογία της και καθιέρωσε την έννοια των «outlooks» σε εκθέσεις και αναλύσεις.

Το 1983 το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγο ξεκινά τη διαπραγμάτευση σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί του δείκτη S&P 500, ενώ τον επόμενο χρόνο η S&P γίνεται ο πρώτος μεγάλος οίκος αξιολόγησης που ανοίγει γραφεία στο Λονδίνο για την εξυπηρέτηση των ευρωπαϊκών αγορών. Μέσα σε δύο χρόνια, το 1986, ανοίγει γραφείο και στο Τόκιο της Ιαπωνίας, όπου για πρώτη φορά η θέση του επικεφαλής γραφείου της S&P ανατίθεται σε γυναίκα.

Την ίδια χρονιά ο οίκος άρχισε να αξιολογεί και ομόλογα διασφαλισμένα μέσω παγίων, ενώ καθιέρωσε και το σύστημα STARS (Stock Appreciation Ranking System), το οποίο μέσα σε 20 χρόνια έφτασε να καλύπτει μέσω συστάσεων «buy», «hold» και «sell» περίπου 1.500 μετοχές στις ΗΠΑ και πάνω από 500 στην Ευρώπη και την Ασία.

Από το 1988 και ύστερα, οπότε και πραγματοποιήθηκε ριζική αναδιοργάνωση στη δομή της εταιρείας –βάσει της οποίας η S&P διαχωρίστηκε σε Standard & Poor’s Ratings Group και Standard & Poor’s Financial Information Co.– και ειδικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, η S&P γνώρισε μεγάλη άνθηση. Προχώρησε σε εξαγορές (όπως της Australian Ratings), επεκτάθηκε σε νέες αγορές (μεταξύ των οποίων η Ολλανδία, η Ισπανία, το Μεξικό, το Χονγκ Κονγκ αλλά και οι Σιγκαπούρη, Αργεντινή, Βραζιλία και Ρωσία), ενώ ήδη από το 1990 είχε καθιερωθεί ως ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που παρείχε online υπηρεσίες.
Υπό την προεδρεία του Leo O’ Neill οι Standard & Poor’s Ratings Group και Standard & Poor’s Financial Information Co. επανενώθηκαν το 1999, ενώ από το 2005 ο οίκος διαθέτει παρουσία σε 20 χώρες, απασχολώντας παγκοσμίως περίπου 6.300 εργαζόμενους.



Οίκοι αξιολόγησης και θεσμικό πλαίσιο


Ήδη πριν από την κλιμάκωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το Σεπτέμβριο του 2007, είχε «ανοίξει» η συζήτηση για τη λειτουργία και το ρόλο των οίκων αξιολόγησης διεθνώς.

Ο τότε Ευρωπαίος επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων, Charlie McCreevy, έκανε λόγο για την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εξέταση του ρόλου των διεθνών οίκων αξιολόγησης, ενώ τότε είχε επανέλθει στην επικαιρότητα και το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς οι οίκοι πληρώνονται από τους οργανισμούς που αξιολογούν.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας είχαν ζητήσει από την ΕΕ να εξετάσει τη συμπεριφορά των οίκων, ενώ από την πλευρά του ο Βρετανός υπουργός Οικονομίας, Alistair Darling, δήλωνε ότι «μια μελέτη του Φόρουμ για την Οικονομική Σταθερότητα με αντικείμενο την εξέταση των πραγματικών αιτιών για τις πρόσφατες εξελίξεις στις αγορές θα πρέπει να συμπεριλάβει το ρόλο των οίκων αξιολόγησης».

Τον περασμένο Απρίλιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε μια νέα δέσμη ρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τη διαφάνεια και ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, επισημαίνοντας ότι «οι οργανισμοί αξιολόγησης απέτυχαν να προβλέψουν την επιδείνωση των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να προσαρμόσουν εγκαίρως τις αξιολογήσεις τους. Απέτυχαν παράλληλα να προσαρμοστούν στους νέους κινδύνους που εμφανίζουν τα νέα προϊόντα στις πιστωτικές αγορές, όπως για παράδειγμα τα δομημένα πιστωτικά προϊόντα (παράγωγα) κ.λπ.».

Ως βασικοί στόχοι δε των νέων κανονισμών προσδιορίζονταν:

• Η αποφυγή κάθε μορφής σύγκρουσης συμφερόντων.

• Η ενίσχυση της διαφάνειας θέτοντας υποχρεώσεις για την τακτική κοινοποίηση των στοιχείων και της μεθοδολογίας που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί στην έκδοση αξιολογήσεων.

• Η διασφάλιση ενός αποτελεσματικού πλαισίου ελέγχου στην ΕΕ.

• Η βελτίωση της ποιότητας της μεθοδολογίας που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί.

Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις 21 Ιουλίου 2009 ο Λευκός Οίκος έδωσε στη δημοσιότητα τις προτάσεις του για την αναμόρφωση του πλαισίου που διέπει τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, με στόχο να περιοριστούν οι περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων.

Μεταξύ των προτάσεων περιλαμβάνεται και η απαγόρευση προς τους οίκους να διαβουλεύονται με τις εταιρείες που βρίσκονται υπό αξιολόγηση.

Παράλληλα, με βάση τις νέες προτάσεις, οι αμερικανικές εταιρείες θα είναι υποχρεωμένες να δημοσιοποιούν τις αρχικές αξιολογήσεις (pre-ratings) που λαμβάνουν από οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης πριν από την επιλογή του οίκου που θα αναλάβει την τελική αξιολόγηση.

Ο στόχος της τελευταίας αυτής πρότασης είναι η αποφυγή του φαινομένου οι εταιρείες να αναζητούν αρχικές αξιολογήσεις από πολλαπλές υπηρεσίες αξιολόγησης και στη συνέχεια να πληρώνουν και να δημοσιοποιούν μόνο την ευνοϊκότερη για τις ίδιες αξιολόγηση.

Ο Λευκός Οίκος πρότεινε επίσης να δημιουργηθεί από την αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) ειδική υπηρεσία που θα επιβλέπει τους οργανισμούς αξιολόγησης.

S&P και ελληνική οικονομία

Στις αρχές του 2009 η Standard & Poor’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε Α-/Α-2 από Α/Α-1. Όπως σημείωνε ο οίκος στη σχετική του έκθεση, «από το 2002-2007 η ισχυρή ανάπτυξη συνοδεύτηκε από επιδείνωση των μεγάλων διαρθρωτικών ανισορροπιών, όπως αυτές αντανακλώνται από τον παρατεταμένο πληθωρισμό, την αύξηση στο κόστος ανά μονάδα εργασίας και τη διεύρυνση στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».

Η S&P έκανε επίσης αναφορά στη «συνεχιζόμενη αδυναμία της χώρας να τηρήσει το σχέδιο του προϋπολογισμού» και στη μακροχρόνια «υπερεξάρτηση από τα φορολογικά έσοδα», ως παράγοντες που έχουν συμβάλει, μεταξύ άλλων, στη διαρθρωτική εξασθένηση της διαχείρισης των δημοσιονομικών μεγεθών.
«Παράλληλα», συμπλήρωνε ο οίκος, «η δυνατότητα της κυβέρνησης να βελτιώνει την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού, μέσω καλύτερης είσπραξης φόρων και αύξησης των φόρων εισοδήματος ή ακίνητης περιουσίας, αντισταθμίζεται από την αύξηση στο κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και των πιέσεων για επιπρόσθετες κοινωνικές παροχές, πόσω μάλλον μεσούσης της επιβράδυνσης της οικονομίας».

capital.gr

No comments:

Share |