Αλλαγή της Οδηγίας MiFID απαιτούν τα χρηματιστήρια
Γερό «λίφτινγκ» της Οδηγίας MiFID απαιτούν άμεσα οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές, προκειμένου αυτή να ανταποκριθεί στους πραγματικούς στόχους, για τους οποίους αρχικώς δημιουργήθηκε, την αύξηση δηλαδή του ανταγωνισμού στις αγορές και, κατά συνέπεια, τη μείωση του κόστους των συναλλαγών για τους επενδυτές. Σε διαφορετική περίπτωση, το σύνολο της νομοθεσίας της ΜiFID καθίσταται άνευ αντικειμένου, τονίζουν.
Η FESE έστειλε επιστολή στον αρμόδιο επίτροπο της Ε.Ε., Τσάρλι Μακ Κρίβι.
Με επιστολή της στον επίτροπο της Ε.Ε., Ch. McCreevy, η Ομοσπονδία Ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων (FESE) ζητεί επιτάχυνση των διαδικασιών συνολικής επαναξιολόγησης και αναθεώρηση βασικών διατάξεων της MiFID, δεδομένου ότι η έως τώρα εφαρμογή της έχει ήδη οδηγήσει σε μη επιθυμητές αλλαγές στις κεφαλαιαγορές. Η FESE τονίζει ότι διατήρηση των σημερινών συνθηκών θα προκαλέσει αναπόφευκτα μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στον τρόπο που οι επενδυτές πραγματοποιούν συναλλαγές στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
Η διαφάνεια των συναλλαγών και η έλλειψη ισονομίας είναι το κύριο σημείο στο οποίο εντοπίζονται μεγάλες αδυναμίες από τους εμπλεκομένους και η αρμόδια Ομάδα Εργασίας της FESE (ΜiFID Task Force) έχει για το λόγο αυτό πραγματοποιήσει αρκετές συναντήσεις τις τελευταίες εβδομάδες.
«Η MiFID, όπως σήμερα η εφαρμογή της επιβεβαιώνει, θέτει δύο μέτρα και δύο σταθμά για τους τόπους εκτέλεσης συναλλαγών, διότι για εκείνους που ευθέως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της (οργανωμένες αγορές, πολυμερείς μηχανισμοί διαπραγμάτευσης και συστηματικοί εσωτερικοποιητές) ορίζει συγκεκριμένες και επαχθείς υποχρεώσεις, ενώ, αντιθέτως, για τους λοιπούς (δηλαδή για τη συνολική σφαίρα ΟΤC) δεν ορίζει τίποτα», συμπεραίνει η Ομάδα εργασίας.
Το σημερινό τοπίο της αγοράς, όπου περίπου το 40% του όγκου συναλλαγών περνάει OTC, δεν αποτελεί στόχευση της Οδηγίας ΜiFID, τονίζουν οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, αφού, θεωρητικώς, η Οδηγία αυτή υπηρετεί τη διαφάνεια στην αγορά και στην προστασία των επενδυτών μέσα σε συνθήκες υγιούς και ισότιμου ανταγωνισμού.
Οπως έχουν σήμερα τα πράγματα, οι διαχειριστές των οργανωμένων αγορών υφίστανται ανταγωνιστικό μειονέκτημα και, συνεπώς, θα πρέπει να αποκατασταθεί η ισορροπία στις συνθήκες ανταγωνισμού, διά της υποβολής του συνόλου των τόπων εκτέλεσης σε παρεμφερείς υποχρεώσεις και προϋποθέσεις δραστηριοποίησης.
Ελλιπής ρύθμιση
Σύμφωνα με τους επαγγελματίες του χώρου, η σημερινή εικόνα της αγοράς οφείλεται σε ελλιπή ρύθμιση της Οδηγίας, η οποία θα έπρεπε να μην αφήνει περιθώριο καταστρατήγησης -και μάλιστα συστηματικής- των διατάξεών της.
Επομένως, θα πρέπει να προωθηθεί η τροποποίηση της Οδηγίας το 2010, προς την κατεύθυνση της υποχρεωτικής υπαγωγής των σε κάποια από τις κατηγορίες της Οδηγίας (και επομένως το πεδίο του OTC θα περιορισθεί στο ελάχιστο, μη συστηματικό & οργανωμένο και, επομένως, θα καλύπτει συγκριτικά μικρότερο μερίδιο αγοράς, που θα δικαιολογεί την έλλειψη ρύθμισής του).
Επίσης, η Ομοσπονδία Ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων σημειώνει ότι η σημερινή εικόνα της αγοράς οφείλεται σε σφάλμα εφαρμογής της Οδηγίας και, επομένως, μέχρι τη βελτιωτική τροποποίησή της, η CESR και η Επιτροπή θα πρέπει άμεσα να υιοθετήσουν μέτρα για την αντιμετώπιση του ζητήματος.
Ταυτόχρονα, όμως, εκφράζεται προβληματισμός για το κατά πόσον η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (CESR) θα προβεί στη λήψη άμεσων μέτρων, αφού κάποια μέλη αυτής έχουν, προφανώς, αντίθετες θέσεις και συμφέροντα.
Τα πρώτα «επίσημα» αρνητικά σημάδια σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας MiFID φάνηκαν στα τέλη του 2008, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Ενωση για τον ένα χρόνο εφαρμογής της Οδηγίας.
Τότε, πολλοί από τους συνέδρους είχαν εκφράσει έντονη δυσπιστία ως προς την ποιότητα της εκτέλεσης συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς και τη διαδικασία εξεύρεσης τιμής, την ουδετερότητα των διαφόρων πλατφορμών εκτέλεσης συναλλαγών και την ισότητα ως προς τις συνθήκες ανταγωνισμού. Τα κύρια σημεία που τότε είχαν επισημανθεί ήταν:
* Η παρουσία νέων και περισσότερων πλατφορμών συναλλαγών δεν βελτιώνει από μόνη της την ποιότητα των παρεχόμενων προς τους επενδυτές υπηρεσιών.
* Λόγω της πολυπλοκότητας του περιβάλλοντος συναλλαγών, δεν είναι εφικτό να αποτυπωθεί τι πραγματικά συμβαίνει με τις αποκλίσεις τιμών (spreads). Δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη απόδειξη ότι τα έμμεσα κόστη έχουν μειωθεί, ως συνέπεια ύπαρξης εναλλακτικών πλατφορμών συναλλαγών.
* Η διάσπαση της ρευστότητας, που προκύπτει, καθιστά δυσκολότερο, για καθέναν που δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων παικτών, να διαπιστώσει τι πραγματικά συμβαίνει στην αγορά.
* Αν και μέσω της τεχνολογίας θα μπορούσε να πει κανείς ότι μπορεί να βρεθεί λύση στο πρόβλημα της πολυδιάσπασης της ρευστότητας σε περισσότερες από μία πηγές, σίγουρα δεν θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα στο σύνολό του. Αληθεύει ότι οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών συνδέονται πλέον με περισσότερες πλατφόρμες συναλλαγών. Αληθεύει επίσης ότι προσφέρονται τεχνικές πρόσβασης ακόμα και τις αδιαφανείς δεξαμενές ρευστότητας, γνωστές και ως «dark pools of liquidity», καθώς και ότι ορισμένες εξ αυτών είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους. Παρ' όλα αυτά και δεδομένου του κόστους, μόνο οι μεγάλες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτές. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν η ρευστότητα επανασυγκεντρώνεται, αυτό πραγματοποιείται από
τους μεγάλους παίκτες της αγοράς, οι οποίοι, στο τέλος, ωφελούνται από αυτό.
* Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αδιαφανής ρευστότητα (dark liquidity) έχει αυξηθεί, καθώς πολλές αδιαφανείς δεξαμενές ρευστότητας / ΠMΔ και τράπεζες λειτουργούν πλατφόρμες διενέργειας OTC συναλλαγών. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να έχει συνέπειες για τους επενδυτές, τους εκδότες, καθώς επίσης και σε επίπεδο συστημικού κινδύνου.
* Οι κανόνες που θέτει για τη σύγκρουση συμφερόντων είναι εξαιρετικά περιορισμένοι. Οι κανόνες σχετικά με τη βέλτιστη εκτέλεση εντολών απαντούν εν μέρει στο πρόβλημα, ωστόσο όμως δεν σχεδιάσθηκαν για να αντιμετωπίζουν δομικές συγκρούσεις συμφερόντων.
* Η MiFID δεν έχει δημιουργήσει συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού μεταξύ όλων των πλατφορμών συναλλαγών. Υπάρχει σήμερα πολύ μεγάλη διαφοροποίηση ως προς τις υφιστάμενες πλατφόρμες συναλλαγών. Ορισμένες παρέχουν διαφάνεια, άλλες όχι. Το πρόβλημα εντοπίστηκε κυρίως στις εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές, οι οποίες, εφόσον δεν εγγραφούν ως Συστηματικοί Εσωτερικοποιητές, δεν υπέχουν υποχρεώσεις προ-συναλλακτικής διαφάνειας. Διάφοροι παίκτες της αγοράς αναλαμβάνουν παρόμοιες δραστηριότητες, αλλά, ενώ ορισμένες υπάγονται σε κανόνες, άλλες παραμένουν στο απυρόβλητο.
Η Επιτροπή Εποπτικών Αρχών
Η επίσημη θέση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών στις φωνές διαμαρτυρίες κρίνεται μάλλον μετριοπαθής, αφού, σε πρόσφατη αξιολόγηση των επιπτώσεων της MiFID στη λειτουργία των δευτερογενών αγορών μετοχών, δείχνει να γνωρίζει πολλά από τα παράπονα των επαγγελματιών, δεν αναφέρεται ωστόσο σε συγκεκριμένα μέτρα που σκοπεύει να λάβει.
Σχετικά με τη διαφάνεια πριν και μετά τη διαπραγμάτευση, η έκθεση της CESR αναφέρει ότι «οι συμμετέχοντες στην αγορά εξέφρασαν ανησυχίες για έναν αριθμό θεμάτων προσυναλλακτικής διαφάνειας, που ποικίλλουν από θέματα ερμηνείες έως πιθανές ανεπιθύμητες επιπτώσεις στην καινοτομία και τον υγιή ανταγωνισμό». Ως προς αυτό, η CESR σημειώνει τη σημασία των προκλήσεων που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να αναληφθεί δράση ή να προετοιμαστούν συστάσεις για την αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών.
naftemporiki
No comments:
Post a Comment