Πήγαν για μαλλί...
Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι στη δίκη επιχειρηματολόγησε μόνο η Τράπεζα Κύπρου αφού η εναγόμενη ούτε παρουσιάστηκε, αλλά ούτε εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία
Ένα από τα μεγαλύτερα ευτράπελα της κυπριακής αλλά ίσως και της παγκόσμιας δικαιοσύνης καταγράφηκε σε Δικαστήριο της Λάρνακας. Η Τράπεζα Κύπρου κίνησε αγωγή σε πελάτισσά της γιατί δεν εξόφλησε την πιστωτική της κάρτα και στο τέλος κινδύνεψε η ίδια αλλά και στελέχη της να βρεθούν κατηγορούμενοι για διάπραξη ποινικών αδικημάτων - χρεώσεων πέραν των επιτρεπόμενων από το νόμο.
Το πιο αστείο της υπόθεσης είναι ότι η κατηγορούμενη Μ.Ι. από την Πάφο δεν παρουσιάστηκε, αλλά ούτε καν εκπροσωπήθηκε στη δίκη. Ο αγώνας έγινε με μόνο μία ομάδα στο γήπεδο και τον διαιτητή.
Το μόνο που κατάφερε η Τράπεζα Κύπρου ήταν να εκδοθεί μια απόφαση υπέρ της, για το ποσό των 1.277 ευρώ συν τόκους 12,5% από την 1/1/2008 αντί 9 περίπου χιλιάδων ευρώ που διεκδικούσε. Ταυτόχρονα όμως πήραν φωτιά και τα μπατζάκια των δικηγόρων της οι οποίοι έτρεχαν για να ανατρέψουν την απόφαση του δικαστή και κυρίως για κοινοποίηση των ευρημάτων του στη Γενική Εισαγγελία, την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Νομικών της Βουλής.
Πράγμα το οποίο πέτυχε στο Ανώτατο Δικαστήριο με την έκδοση εντάλματος Certiorari, όπως είναι γνωστό στη γλώσσα των δικαστηρίων.
Ο Ρομπέν των Δικαστών
Την ίδια ώρα που η κυπριακή δικαιοσύνη δέχεται συνεχή πλήγματα για τις αποφάσεις της, ο δικαστής του επαρχιακού δικαστηρίου Λάρνακας, κ. Ν. Γερολέμου, δεν έδειξε κανένα σημείο δισταγμού να τα βάλει με το μεγαλύτερο και ισχυρότερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του κυπριακού κατεστημένου και να απονείμει δικαιοσύνη.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, το ίδιο το Δικαστήριο ζήτησε νέα στοιχεία από την Τράπεζα Κύπρου, προχώρησε σε αξιολόγηση των μαρτυριών που παρουσιάστηκαν ενώπιόν του, αλλά, το σημαντικότερο, σύγκρινε από μόνο του τις απαιτήσεις της Τράπεζας Κύπρου, με τις πρόνοιες της εκάστοτε νομοθεσίας και των όρων των συμφωνιών.
Στην απόφασή του το Δικαστήριο ήταν καταπέλτης. «Ενόψει της απόφασής μου, η οποία εκφωνήθηκε αμέσως προηγουμένως, αντίγραφο του φακέλου να σταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για πιθανή διάπραξη από την ενάγουσα αδικημάτων ... και για συμμετοχή ή συνέργεια φυσικών προσώπων στην πιθανή διάπραξη αδικημάτων». Το Δικαστήριο ζήτησε ακόμη να σταλεί η απόφασή του στον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας όπως και στον πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Νομικών της Βουλής.
Οι πιθανές παρανομίες
Σύμφωνα με την Τράπεζα Κύπρου (αγωγή 706/2008) η Μ.Ι. χρησιμοποίησε την πιστωτική της κάρτα τον Ιούνιο του 1995 για συνολικές αγορές 413,62 ευρώ (£242,2). Έκτοτε δεν την είχε χρησιμοποιήσει. Στη συνέχεια η Τράπεζα Κύπρου άρχισε να επιβάλλει τόκους και διάφορες άλλες χρεώσεις με αποτέλεσμα το υπόλοιπο στις 31/12/2007, το οποίο και διεκδικούσε, να ανέλθει σε 8.847,65 ευρώ (£5.178,30).
Ένα από τα σημεία που φαίνεται να ενόχλησε το Δικαστήριο και πιθανότατα να το οδήγησε στην αμφισβήτηση των προθέσεων της Τράπεζας Κύπρου, ήταν και το χρονικό διάστημα 13 χρόνων, το οποίο παρήλθε από την παρουσίαση των προβλημάτων μέχρι την καταχώριση της αγωγής.
Σημειώνεται πως η Τράπεζα Κύπρου δεν είχε καταχωρίσει ως τεκμήριο αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού τής Μ.Ι. με αποτέλεσμα να τη ζητήσει το ίδιο το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε την κατάσταση, αναφέρθηκε στον Περί Τόκου νόμο 2/77 που ίσχυε μέχρι και τις 31/12/2000 οπόταν τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 160(1)99. Ο πρώτος νόμος προνοούσε μέγιστη ετήσια χρέωση 9% και έτσι το Δικαστήριο αμφισβήτησε το πώς η Τράπεζα Κύπρου ερμήνευσε την εν λόγω νομοθεσία, ανεβάζοντας το υπόλοιπο σε πολλαπλάσιο ποσό.
Αναφερόμενο στη νομοθεσία το Δικαστήριο σημείωσε και τις πρόνοιες της νομοθεσίας η παραβίαση των οποίων αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Το Δικαστήριο αμφισβήτησε και κάποιες από τις χρεώσεις της Τράπεζας Κύπρου που επιβλήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της νέας νομοθεσίας (οπόταν ελευθεροποιήθηκαν τα επιτόκια), εφόσον φαίνεται να έκρινε ότι δεν είχαν κοινοποιηθεί προς την πελάτισσά της με ικανοποιητικό τρόπο οι αναθεωρήσεις των χρεώσεων, όπως προνοούν οι κανονισμοί.
Το Δικαστήριο κάθισε και υπολόγισε τις χρεώσεις / τόκους που κατά την κρίση του θα εδικαιούτο να επιβάλει η Τράπεζα Κύπρου και κατέληξε ότι τελικά δικαιούται μόνο -περίπου- το ένα έβδομο από αυτά που διεκδικούσε.
Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου η Τράπεζα Κύπρου επεδίωξε να ακυρώσει το μέρος της απόφασης που αφορούσε την κοινοποίησή της στη Γενική Εισαγγελία, την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Νομικών της Βουλής. Καταχώρισε αμέσως αίτημα στο Ανώτατο με το οποίο ζητούσε την έκδοση εντάλματος Certiorari, για την μη κοινοποίηση της απόφασης.
Ακούγοντας τα επιχειρήματα των δικηγόρων της Κύπρου το Ανώτατο, έκρινε, «αν ήθελε γίνει δεκτό, ότι το Δικαστήριο μπορούσε να επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης αυτεπάγγελτα, για οποιοδήποτε σκοπό, θα έπρεπε, κατά την κρίση μου, προτού προχωρήσει στην έκδοση οποιασδήποτε διαταγής, να δώσει οπωσδήποτε την ευκαιρία στη δικηγόρο της αιτήτριας να ακουστεί», κάτι που δεν έπραξε. Έκρινε ακόμη ότι δεν είχε εξουσία το Δικαστήριο να διατάξει την παράδοση της απόφασης στην Κεντρική Τράπεζα και την αρμόδια επιτροπή της Βουλής εφόσον τα δύο σώματα δεν έχουν σχέση με την απονομή δικαιοσύνης. Τέτοιο δικαίωμα υπήρχε μόνο για παράδοση στον Γενικό Εισαγγελέα.
Αλλά και πάλι, κατά το Ανώτατο, υπήρχε «όμως, ακόμα ένα σφάλμα. Το Δικαστήριο προχώρησε, ανεπίτρεπτα, και σε εισήγηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με το πώς θα έπρεπε να χειριστεί το θέμα του χρόνου που διέρρευσε εν τω μεταξύ, για σκοπούς πιθανής δίωξης». Με την αιτιολογία αυτή το Ανώτατο αποφάσισε την ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Δικαστηρίου.
POLITIS.COM.CY
No comments:
Post a Comment