«Χαιρεκακία»
Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ στο εφετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ ήταν- όπως και αναμενόταν- απαισιόδοξη. Αυτοί που υποστηρίζουν ότι παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία και η οικονομία της αγοράς είναι η απάντηση στα προβλήματα του κόσμου εμφανίζονταν «ηττημένοι». Πιο εξουθενωμένοι από όλους ήταν οι τραπεζίτες. Απέναντι στην κρίση των sub-prime δανείων, τις τεράστιες ζημιές των χρηματοοικονομικών οργανισμών και την αποδυνάμωση της χρηματιστηριακής αγοράς, αυτοί οι «κυρίαρχοι του σύμπαντος», δεν είχαν πια την εικόνα του παντογνώστη, όπως μέχρι και πρόσφατα. Δεν βρίσκονταν μόνο οι τραπεζίτες στο Νταβός, αλλά και αυτοί, που ρυθμίζουν τα του τραπεζικού τομέα- οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Οσοι συμμετέχουν σε διεθνή συνέδρια έχουν συνηθίσει να ακούν τους Αμερικανούς να κάνουν κηρύγματα για τη διαφάνεια. Δεν έλειψαν τέτοια κηρύγματα ούτε φέτος. Άκουσα τους συνήθεις υπόπτους- μεταξύ των οποίων και έναν πρώην υπουργό Οικονομίας με αντίστοιχη διάθεση για νουθεσίες κατά την κρίση της Ανατολικής Ασίας- να επαναλαμβάνει συνεχώς την ανάγκη για διαφάνεια στα κρατικά επενδυτικά ταμεία (όχι όμως και στα Αμερικανικά ή Ευρωπαϊκά αντισταθμιστικά ταμεία).
Αυτή τη φορά όμως, οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν μπορούσαν παρά να σχολιάσουν την υποκρισία όλων αυτών των επισημάνσεων. Υπήρχε ακόμη και μία δόση χαιρεκακίας στον αέρα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ- αν και μετριάστηκε από την ανησυχία για διάχυση των προβλημάτων και στις δικές τους οικονομίες.
Δεν είχαν πράγματι οι ΗΠΑ προτείνει στους άλλους να ανοίξουν την πόρτα στις αμερικανικές τράπεζες, ώστε να τους διδάξουν πώς να διευθύνουν τις επιχειρήσεις τους; Δεν κόμπαζε η Αμερική για τα ανώτερα συστήματα διαχείρισης ρίσκου, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αναπτύξει ένα νέο ρυθμιστικό σύστημα (το οποίο ονόμασε Βασιλεία ΙΙ); Η Βασιλεία ΙΙ έχει πεθάνει- τουλάχιστον έως ότου ξεθωριάσουν οι αναμνήσεις της τρέχουσας καταστροφής.
Οι τραπεζίτες -και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης- πίστεψαν στην χρηματοοικονομική αλχημεία. Θεωρούσαν ότι μέσω χρηματοοικονομικών καινοτομιών θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο να μετατρέψουν τα προβληματικά ενυπόθηκα δάνεια σε καλούς τίτλους, τους οποίους και αξιολογούσαν ως ΑΑΑ.
Το μάθημα όμως της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας είναι ότι στις χρηματοοικονομικές αγορές που λειτουργούν σωστά, το να εντάσεις το ρίσκο σε ένα νέο πακέτο δεν αλλάζει πολλά. Εάν ξέρουμε την τιμή της κρέμας γάλακτος και του αποβουτυρωμένου γάλακτος, μπορούμε να υπολογίσουμε πόσο στοιχίζει ένα νέο προϊόν με 1% αποβουτυρωμένο γάλα και 2% ή 4% κρέμα. Μπορεί να χρειαστούν λίγα επιπλέον χρήματα για τη νέα συσκευασία, αλλά όχι τα δισεκατομμύρια τα οποία οι τράπεζες έβγαλαν κόβοντας και ράβοντας τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου σε πακέτα, των οποίων η αξία ήταν πολύ μεγαλύτερη από το πραγματικό περιεχόμενό τους.
Έμοιαζε πολύ καλό για να είναι αληθινό -και έτσι ήταν. Το πιο δυσάρεστο ήταν ότι οι τράπεζες απέτυχαν να κατανοήσουν τη σημαντικότερη αρχή της διαχείρισης ρίσκου: η διαφοροποίηση του ρίσκου πετυχαίνει μόνο όταν οι κίνδυνοι δεν είναι συνδεδεμένοι και τα μακροοικονομικά σοκ (όπως αυτά στις τιμές των κατοικιών ή στην ικανότητα των δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους) δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα αποπληρωμής όλων των ενυπόθηκων δανείων.
Στο Νταβός υποστήριξα ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες υποτίμησαν την απειλή της ύφεσης και απέτυχαν να παράσχουν το αναγκαίο ρυθμιστικό πλαίσιο. Περίμεναν πολύ πριν λάβουν μέτρα. Χρειάζεται συνήθως ένας χρόνος ή και περισσότερο για να γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής. Για αυτό οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να δρουν προληπτικά και όχι εκ των υστέρων.
Η Φέντεραλ Ριζέρβ και ο προηγούμενος επικεφαλής της, Άλαν Γκρίνσπαν, ίσως και να συνέβαλαν στη δημιουργία του προβλήματος, ενθαρρύνοντας τα νοικοκυριά να στραφούν σε επικίνδυνα ενυπόθηκα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, διαβεβαιώνοντας όσους ανησυχούσαν για φούσκα στην αγορά κατοικιών ότι υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις στην αγορά. Υπό άλλες συνθήκες το κοινό του Νταβός θα στήριζε με πάθος τους κεντρικούς τραπεζίτες. Αυτή τη φορά όμως η άποψή μου επικράτησε με ψήφους τρεις προς μία.
Ακόμη και ο ισχυρισμός ενός εκ των κεντρικών τραπεζιτών ότι «κανείς δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει τα προβλήματα» συγκίνησε ελάχιστους- ίσως γιατί αρκετοί από τους παρευρισκόμενους, όπως και εγώ, είχαμε σαφώς προειδοποιήσει για τους κινδύνους τα προηγούμενα χρόνια. Το μόνο στο οποίο είχαμε κάνει λάθος ήταν το πόσο προβληματικές ήταν οι πρακτικές δανεισμού, πόσο αδιαφανείς ήταν στην πραγματικότητα οι δραστηριότητες των τραπεζών και πόσο ανεπαρκή τα συστήματα διαχείρισης ρίσκου. Είχε πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς τις πολιτισμικές διαφορές στην στάση έναντι της τρέχουσας κρίσης.
Στην Ιαπωνία, ο διευθύνων σύμβουλος μίας μεγάλης τράπεζας θα έπρεπε να απολογηθεί στους υπαλλήλους και τη χώρα του, θα είχε αρνηθεί δε τις συνήθεις απολαβές και τα μπόνους του, ώστε τα χρήματα αυτά να μοιραστούν σε όσους είχαν πληγεί. Θα είχε παραιτηθεί. Στην Αμερική, το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι εάν το διοικητικό συμβούλιο θα υποχρεώσει τον διευθύνοντα σύμβουλο σε απομάκρυνση και εάν ναι, πόσο υψηλή θα είναι η αποζημίωσή του. Όταν ρώτησα έναν διευθύνοντα σύμβουλο εάν τέθηκε ποτέ ζήτημα επιστροφής των μπόνους, η απάντηση δεν ήταν ένα απλό «όχι», αλλά μία επιθετική υπεράσπιση του συστήματος των μπόνους.
Η τρέχουσα κρίση είναι η τρίτη για τις ΗΠΑ τα τελευταία 20 χρόνια, μετά την κρίση Καταθέσεων και Δανείων του 1989 και την κρίση Enron/ WorldCom του 2002. Η απορρύθμιση δεν έχει αποφέρει αποτελέσματα. Οι ελεύθερες αγορές μπορεί να παράγουν υψηλά μπόνους για τα διευθυντικά στελέχη, αλλά δεν οδηγούν, με την καθοδήγηση ενός αόρατου χεριού, στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Έως ότου πετύχουμε μία καλύτερη ισορροπία μεταξύ των αγορών και των κυβερνήσεων, ο κόσμος ολόκληρος θα εξακολουθεί να καταβάλλει βαρύ τίμημα για τα λάθη.
Αρθρο του ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ*
* Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ το 2001. Έχει διατελέσει οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Κλίντον και σήμερα είναι καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια.
NAFTEMPORIKI
No comments:
Post a Comment